Πράσινη αγκαθωτή μουντζούρα

20 Ιουλίου-Ημέρα Μνήμης Κυπριακής Τραγωδίας

29 Οκτωβρίου-Ημέρα Αγνοουμένων Κύπρου

– Εν θα έρτει.

– Καρτέρα άλλο λίον τζαι εννά έρτει*.

Γράφει η Μαρία Ζερβάκη, εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Κύπρος. 1963. Διακοινοτικές ταραχές. Συγκρούσεις, τραυματίες, νεκροί, αιχμάλωτοι, αγνοούμενοι. Ένα πράσινο μολύβι. Μια γραμμή στον χάρτη. Γραμμή κατάπαυσης πυρός. Διχοτόμηση της Λευκωσίας. 1974. Εισβολή του Αττίλα. Η πράσινη γραμμή επεκτείνεται. Χωρίζει το νησί σε βόρειο και νότιο, κατεχόμενο και ελεύθερο. Διαχωριστική γραμμή που διχοτομεί εδάφη και καρδιές. Οδοφράγματα που άλλους κλείνουν απέξω και άλλους εγκλωβίζουν. Συρματοπλέγματα αγκαθωτά που τρυπάνε, που πληγώνουν. Εκτοπισμένοι, πρόσφυγες, νεκροί, αιχμάλωτοι, εξαφανισμένοι.

Μετά από πενήντα και πλέον χρόνια η Πράσινη Γραμμή στον χάρτη ξεθώριασε, μια ακαθόριστη μουντζούρα. Το συρματόπλεγμα, όμως, ακόμη αγκυλώνει μια πληγή που παραμένει έκτοτε ανοιχτή: οι αγνοούμενοι της περιόδου 1963-1974. Κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων βίας εξαφανίστηκαν περίπου 500 Τουρκοκύπριοι και 1.500 Ελληνοκύπριοι. Μόνο το 1964 υπήρχαν 483 Τουρκοκύπριοι και 32 Ελληνοκύπριοι εξαφανισμένοι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, πολίτες. Μεταξύ των ατόμων αυτών ήταν Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι και μη Κύπριοι κάτοικοι της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένου προσωπικού του ΟΗΕ και Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών.

Ερωτηματικά που γυρεύουν απαντήσεις. Μια διαδικασία πένθους που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ελπίδα ότι θα γυρίσουν. Χωρίς σώμα νεκρός δεν υπάρχει. Κηδεία δεν γίνεται. Ένας πόνος που αφορά και τις δύο πλευρές. Ευθύνες και ζημιές εκατέρωθεν. Οι επιζώντες συγγενείς, άνθρωποι μοιρασμένοι σε δύο κόσμους: από τη μια ταλανίζονται από την πιθανότητα οι οικείοι τους να ζουν και να περιμένουν τη βοήθειά τους και από την άλλη από την πιθανότητα να έχουν πεθάνει χωρίς κηδεία για την ανάπαυση της ψυχή τους. Οι συγγενείς των αγνοουμένων έχουν κάθε δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια σχετικά με την τύχη των αγαπημένων τους. Το κράτος το οφείλει τόσο στα άτομα, όσο και στην κοινωνία.

Τον πρώτο καιρό οι συγγενείς αναζητούσαν στοιχεία παντού: σε προσωπικές μαρτυρίες, φωτογραφίες ή εικόνες από ξένα πρακτορεία και τηλεοπτικά κανάλια και ανέμεναν καρτερικά την επιστροφή τους. Πολλοί από αυτούς είχαν εντοπιστεί, αλλά οι επιστροφές ήταν ελάχιστες κι αυτές χάρη στη συνδρομή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και του Ο.Η.Ε. που παρείχαν βοήθεια στις δύο κοινότητες με σκοπό τη συλλογή σχετικών πληροφοριών που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό των αγνοουμένων. Ωστόσο, οι διεθνείς και επίσημες προσπάθειες δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν κάθε περίπτωση αγνοουμένου.

Το 1975 οι Τουρκοκύπριοι ίδρυσαν τον Σύνδεσμο Οικογενειών των Μαρτύρων και Ανάπηρων Παλαιμάχων, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ίδρυσαν την Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων. Και οι δύο ομάδες παραμένουν ενεργές μέχρι σήμερα και αποτέλεσαν τις βασικές οργανώσεις εκπροσώπησης των οικογενειών των αγνοουμένων.

Αν και το ζήτημα αγγίζει και τις δύο πλευρές, ωστόσο κάθε μία από τις δύο κοινωνίες βλέπει με διαφορετική οπτική τους αγνοούμενους: οι Τουρκοκύπριοι τούς θεωρούν νεκρούς, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ζωντανούς. Επιπλέον, η ελληνοκυπριακή ηγεσία επιρρίπτει την ευθύνη στον τουρκικό στρατό και όχι στους Τουρκοκύπριους, ενώ η τουρκοκυπριακή ηγεσία αποδίδει την ευθύνη στους Ελληνοκύπριους. Ως εκ τούτου, η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες αποτελεί τη βάση για τη διαδικασία συμφιλίωσης με το παρελθόν με απώτερο κοινό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών για ανεύρεση των αγνοουμένων.

Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει τεθεί εκ νέου σε μια νέα διάσταση, την ανθρωπιστική. Η ίδρυση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους (Δ.ΕΑ./C.M.P.) το 1981 από τον Ο.Η.Ε. αποτέλεσε μεγάλο βήμα για μια δικοινοτική συνεργασία. Σκοπός της Δ.Ε.Α. η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων χωρίς να επιχειρείται να διακριβωθεί η αιτία θανάτου ή να αποδοθούν ευθύνες σχετικά με το θάνατο των αγνοουμένων. Η Δ.Ε.Α. αποτελείται από δύο μέλη, τα οποία υποδεικνύει η κάθε κοινότητα, και ένα τρίτο μέλος, το οποίο διορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση της ομοφωνίας. Το έργο της δεν επηρεάζεται από την τεταμένη πολιτική κατάσταση ούτε έχει δικαστική εντολή.

Η Δ.Ε.Α. ήταν αδρανής για δεκαετίες· οι δύο πλευρές αρχικά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε έναν κατάλογο των αγνοουμένων και η κατάσταση των πολιτικών διαπραγματεύσεων ήταν ανασταλτική για την έναρξη των ανασκαφών. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 επιτάχυνε τις διαδικασίες εκταφών. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, δεν έγιναν εκταφές παρά μόνο μετά το 2004. Στις 28 Αυγούστου 2006 η ΔΕΑ ανακοίνωσε την έναρξη ενός προγράμματος εκταφών σε όλη την έκταση του νησιού, το οποίο θα διεξαγόταν από μια ομάδα Τουρκοκύπριων και Ελληνοκύπριων αρχαιολόγων και ανθρωπολόγων υπό την εποπτεία της Αργεντινής Ομάδας Δικανικής Ανθρωπολογίας.

Μια άλλη σημαντική αποστολή που ανέλαβε η ΔΕΑ την ίδια περίοδο αφορούσε στη διακρίβωση του ακριβούς αριθμού των αγνοουμένων. Οι φάκελοι των αγνοουμένων των δύο πλευρών τελικά ανταλλάχθηκαν και εξετάστηκαν διεξοδικά, συμπεριλαμβανομένων και των 43 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων που εξαφανίστηκαν το 1964.

Παράλληλα με την προετοιμασία της επιστημονικής υποδομής, έγιναν εκκλήσεις προς το κοινό να προσέλθει με οποιαδήποτε σχετική πληροφορία αναφορικά με την τύχη ή τα λείψανα των ατόμων που βρίσκονταν στους καταλόγους των αγνοουμένων ώστε να εντοπιστούν τα σημεία ταφής τους. Οι πληροφορίες διαχειρίζονται με εμπιστευτικότητα χωρίς απειλή για διώξεις ή περαιτέρω έρευνα.

Από το 2006 μέχρι το 2014 από την Δικοινοτική Δικανική Ομάδα Αρχαιολόγων της Δ.Ε.Α. είχαν ανασκαφεί 857 θέσεις σε όλη την Κύπρο, στις επαρχίες Λευκωσίας, Κερύνειας, Αμμοχώστου, Λάρνακας, Λεμεσού και Πάφου. Οι χώροι αυτοί είναι τεμάχια γης, πηγάδια, ποτάμια, βουνά, αυλές, σπιτιών, καμίνια. Ανάλογα με τον χώρο ακολουθείται ειδική μέθοδος αρχαιολογικής ανασκαφής. Από τις αρχές του 2020 μέχρι τις 31 Ιουλίου έγιναν ανασκαφές σε 1348 χώρους.

Οι ταφές των αγνοουμένων που εντοπίζονται είναι ομαδικές ή σε κάποιες περιπτώσεις ατομικές. Γίνεται καταγραφή της εκταφής και τα ευρήματα μεταφέρονται στο Ανθρωπολογικό Εργαστήριο της Δ.Ε.Α. στη Λευκωσία, στην προστατευόμενη από τα Ηνωμένα Έθνη ζώνη.

Η εφαρμογή της τεχνολογίας του DNA ανέσχεσε εμπόδια και περιορισμούς που υπήρχαν πρωτύτερα για την ταυτοποίηση αγνοουμένων. Η ανεύρεση και η ταυτοποίηση λειψάνων είναι ένα λεπτό, χρονοβόρο και επίπονο έργο. Η κακή διατήρηση των οστών λόγω των περιβαλλοντολογικών συνθηκών μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην ανάλυση του DNA. Σε κάποιες περιπτώσεις το δείγμα DNA από συγγενείς των αγνοουμένων δεν επαρκεί και προβαίνουν σε εκταφές συγγενικών μελών για συλλογή συμπληρωματικού δείγματος γενετικού υλικού. Επιπλέον, κάποιες οικογένειες έχουν περισσότερα από ένα αγνοούμενα μέλη και απαιτείται επιβεβαίωση των οικογενειακών σχέσεων και διαφοροποίηση μεταξύ των δύο αγνοουμένων με ανθρωπολογικές μεθόδους.

Όταν όλες οι πληροφορίες που αφορούν την υπόθεση συμφωνούν, τότε πραγματοποιείται ταυτοποίηση και τα οστά παραδίδονται στους συγγενείς για ταφή. Πολλές φορές καλούνται σκόπιμα συγγενείς αγνοουμένων και από τις δύο πλευρές «για να καταλάβουν ότι ο πόνος είναι ο ίδιος».

Για πολλά χρόνια, η τουρκοκυπριακή διοίκηση δεν έδινε την ίδια έμφαση στην ανάγκη διακρίβωσης της τύχης αγνοουμένων δηλώνοντας δημόσια ότι οι Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι ήταν νεκροί. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν υπήρχαν ξεχωριστά μνημεία ειδικά για τους αγνοουμένους. Η κάθε κοινότητα εστίαζε μόνο στους δικούς της αγνοούμενους. Μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000 οι αντιλήψεις των δύο κοινοτήτων άρχισαν να αλλάζουν και υπήρχε η δυνατότητα να προταθούν εναλλακτικές προοπτικές.

Το 2002 η Τουρκοκύπρια δημοσιογράφος Sevgül Uludağ έστησε γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στα θύματα από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Συνεργάστηκε με τους συγγενείς των αγνοουμένων από τις δύο κοινότητες για τη δημιουργία μιας δικοινοτικής οργάνωσης συγγενών αγνοουμένων και θυμάτων του πολέμου που ονομάζεται «Μαζί Μπορούμε» και είναι ιδρυτικό μέλος της Δικοινοτικής Πρωτοβουλίας Ειρήνης-Ενωμένη Κύπρος όπως και το “Hands across the divide”, μια άλλη δικοινοτική ομάδα στη οποία εργάστηκε ενεργά για την ίδρυσή της.

Ένα ακόμη θετικό παράδειγμα δικοινοτικής συνεργασίας ήταν η κοινή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου 2020 στην Αμμόχωστο, στην οποία τιμήθηκαν 19 Κύπριοι και από τις δύο κοινότητες για την προσφορά τους στην διακρίβωση της τύχης αγνοουμένων από το 1963 ως το 1974.

Το άνοιγμα των Βαρωσίων και η πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στα Κατεχόμενα με την εκλογή του Ερσίν Τατάρ, υπέρμαχου της «λύσης των δύο κρατών» και της διχοτόμησης, πυροδοτεί νέες εξελίξεις στο ακανθώδες Κυπριακό ζήτημα.

Αν το ζήτημα των αγνοουμένων της Κύπρου γίνει όργανο προπαγάνδας στα χέρια των εθνικιστών, ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί ως τώρα. Όπου εισχωρεί ο εθνικισμός, περισσεύει ο πόνος.

Ο χρόνος τελειώνει, οι μάρτυρες γερνούν και πεθαίνουν και μαζί τους χάνονται οι πολύτιμες πληροφορίες που θα οδηγήσουν σε νέες εκταφές. Οι νεκροί περιμένουν.

-Τζιαι εμίλησεν η Αϊσέ.

– Ξέρω, χότζια, πού τους εβάλαν τους πεθαμμένους.

– Εγίνην ενενήντα πέντε γρονών να τα πει*.

* (Από το βιβλίο «Πικρία Χώρα» της Κωνσταντίας Σωτηρίου).

(Απόσπασμα του κειμένου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ser-Free, τ.57)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.