Κείμενο: Χρυσάνθη Ιακώβου
Μεραρχίας
Η πιο πολυσύχναστη, η πιο κεντρική, η πιο must οδός της πόλης. Ενώνει την καρδιά των Σερρών (την πλατεία Ελευθερίας δηλαδή) με την άκρη της (τον ΟΣΕ) και πάνω σε αυτήν υπάρχουν τα πάντα: καταστήματα, γραφεία, υπηρεσίες, σπίτια. Τώρα τελευταία δε συγκέντρωσε και τη διασκέδαση, καθώς άρχισαν να ξεφυτρώνουν καφέ και μπαράκια -αν και βέβαια η Μεραρχίας ήταν στα μέσα του 20ου αιώνα ο κατεξοχήν δρόμος διασκέδασης των Σερρών με τους κινηματογράφους της, τα ταβερνάκια και τα ζαχαροπλαστεία της.
Μεραρχίας ονομάστηκε από την 7η Μεραρχία (γνωστή μάλιστα και ως η αγαπημένη του Βενιζέλου!), που ήταν το πρώτο Ελληνικό Στρατιωτικό Σώμα που προέλασε εντός Σερρών και ελευθέρωσε την πόλη το 1913. (Ή το όνομα της το πήρε από την Μεραρχία των Σερρών, η οποία πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη μάχη της Ειδομένης και του Σκρα). Μέχρι τότε πάντως η οδός ονομαζόταν Διοικητηρίου (όπου Διοικητήριο το σημερινό κτίριο της Περιφερειακής Ενότητας).
Εντάξει, για εμάς παραμένει πάντα η Μεραρχίας, αλλά, σε περίπτωση που δεν το συνήθισες ακόμα, διευκρινίζουμε ότι από το Δημαρχείο μέχρι και την οδό Θεσσαλονίκης ο δρόμος ονομάζεται πλέον Κωνσταντίνου Καραμανλή, προς τιμήν του γνωστού Εθνάρχη, γιατί εδώ που τα λέμε χρειαζόταν και ένας κεντρικός δρόμος στο όνομά του…
Παναγή Τσαλδάρη
Άλλος ιστορικός δρόμος κι αυτός. Και με βαρύ όνομα: ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν Έλληνας πολιτικός, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και Πρωθυπουργός της Ελλάδας κάπου στα early-middle 30s. (Για την ιστορία, από πρωθυπουργός παραιτήθηκε μετά το πραξικόπημα των Παπάγου-Ρέππα-Οικονόμου). Διετέλεσε υπουργός σε διάφορα υπουργεία και βουλευτής μέχρι τον θάνατο του, το 1936.
Για εμάς τους Σερραίους βέβαια ο δρόμος είναι ιστορικός γιατί συνδέει την Ερμού με την Μεραρχίας, γιατί είναι από τους πιο ωραίους πεζόδρομους που έχουμε με τα εμπορικά του καταστήματα, τα παγκάκια του, το όμορφο πλακόστρωτο και κυρίως γιατί ήταν ο δρόμος που έφερε οριστικά τη διασκέδαση από την Εθνικής Αντίστασης στους κάτω πεζόδρομους πριν καμιά δεκαριά χρονάκια. Ένδοξες, ωραίες στιγμές.
Τσαλοπούλου
Κεντρικότατη -και ιδιαιτέρα πολυσύχναστη- οδός, αλλά δεν έχεις ιδέα ποιος ήταν ο Τσαλόπουλος, ε; Ο Γεώργιος Τσαλόπουλος ήταν εκπαιδευτικός, δίδαξε σε διάφορα εκπαιδευτήρια των Σερρών και γενικά θεωρείται ότι πρόσφερε πολλά στην εκπαίδευση. Λέγεται μάλιστα ότι υπήρξε και διευθυντής του 8ου Δημοτικού Σχολείου (σημερινό 23ο) και ότι σκοτώθηκε από τους Βούλγαρους.
Ν. Νικόλαου
Του συγκεκριμένου, του Νίκου Νικολάου, του άξιζε και με το παραπάνω να πάρει η οδός το όνομα του, μιας και χάρη σε αυτόν έχουμε το οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη – στον εν λόγω δρόμο.
Ο Νίκος Νικολάου λοιπόν γεννήθηκε στις Σέρρες, ήταν πολιτικός μηχανικός, δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Σερρών, πρόεδρος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, ήταν προφανώς πολύ δραστήριος κοινωνικά. Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, ασχολήθηκε και με την τοπική ιστορία και μας άφησε υπέροχα ιστορικά βιβλία για τις Σέρρες (όπως το “Σκαπανείς της Ιστοριογραφίας και προβλήματα της ιστορίας των Σερρών”, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι πολύ ενδιαφέρον).
Περιστέρη Κωστοπούλου
Η πιο …καλλιτεχνική οδός που διαθέτουν οι Σέρρες, μιας και σε αυτήν βρίσκονται και θέατρα και κινηματογράφος. Πεζοδρομημένη, αναπλασμένη, ωραιότατη.
Ο Περιστέρης Κωστόπουλος είχε αρκετά περιπετειώδη ζωή. Γεννήθηκε το 1888 στην Προύσα της Μικράς Ασίας, το 1912 εγκαταστάθηκε στην πόλη μας, τον συνέλαβαν οι Βούλγαροι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον έστειλαν όμηρο στη Βουλγαρία, μετά γύρισε στις Σέρρες και ασχολήθηκε με business, κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής Κατοχής κατηφόρισε Αθήνα, μετά ξανανέβηκε Σέρρες και ασχολήθηκε με τις business, για να πεθάνει τελικά στην Αθήνα το 1959.
Την πόλη μας ο Κωστόπουλος τη στιγμάτισε ιδιαίτερα, κι αυτό γιατί ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε το καφενείο του Κρονίου το 1925 και στη συνέχεια ήταν αυτός που έχτισε τον κινηματογράφο Κρόνιο -τον μοναδικό που έχουμε (πάλι καλά να λέμε) μέχρι σήμερα. (Παράλληλα, έχτισε και το θερινό “Έσπερο”). Όλη του την περιουσία την άφησε στο Γηροκομείο Σερρών, το οποίο φυσικά και λογικά πλέον λέγεται “Κωστοπούλειος Στέγη”.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ser-Free, τ.51)