Όσοι δεχθήκαμε την πρώτη μας ανατροφή στη δεκαετία του ’80 βιώσαμε την αγωγή των γονέων που ήθελαν τα παιδιά τους σκληραγωγημένα. Η αυστηρότητα, η χρήση σωματικής βίας ως μέσο επιβολής τιμωρίας, η άκριτη υποταγή και συμμόρφωση των παιδιών στις επιταγές των γονέων ήταν μερικές μέθοδοι διαπαιδαγώγησης που εξυπηρετούσαν τον παραπάνω σκοπό. Η ανάπτυξη πρωτοβουλιών, η αυτενέργεια, η ελεύθερη έκφραση, η δημιουργικότητα και, γενικότερα, κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης από το επιβεβλημένο πρότυπο αγωγής είχε δαιμονοποιηθεί.
Το σχολείο υπηρετούσε και διαιώνιζε το παραπάνω μοντέλο διαπαιδαγώγησης: η αυστηρή πειθαρχία, η αποδοχή του εκπαιδευτικού ως αυθεντία, η υποβολή των μαθητών και μαθητριών σε συνεχείς αξιολογήσεις δημιουργούσαν ένα περιβάλλον αρκετά ανταγωνιστικό, στοχεύοντας επιπλέον σε μια προσέγγιση καθαρά γνωσιοκεντρική. Σε όρους σύγχρονους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχολείο του τότε, ως προς το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων, επικεντρωνόταν στις λεγόμενες «σκληρές» δεξιότητες (“hard skills”). Είναι αυτές που αφορούν γνώσεις σε μια συγκεκριμένη επιστήμη και θεωρούνται πιο «τεχνικές».
Tα τελευταία χρόνια το ελληνικό σχολείο έχει εισαγάγει μοντέλα από βορειοευρωπαϊκές χώρες με προηγμένο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου γίνεται μια συστηματική προσπάθεια μύησης των μαθητών/-τριών στις ήπιες ή «μαλακές» δεξιότητες (“soft skills”). Ξαφνικά το να είσαι «μαλακός» αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για το μελλοντικό βιογραφικό σου και, ως δεξιότητα, οφείλεις να την καλλιεργήσεις.
Ποιες είναι όμως αυτές οι «μαλακές» δεξιότητες;
Οι ήπιες ή «μαλακές» δεξιότητες σχετίζονται κυρίως με τις διαπροσωπικές σχέσεις και την αντιμετώπιση καταστάσεων. Έννοιες όπως η ενσυναίσθηση και η συναισθηματική νοημοσύνη γενικότερα, η αυτοπεποίθηση, η δημιουργικότητα, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η αποτελεσματική διαχείριση χρόνου, η ενεργητική ακρόαση, το ομαδικό πνεύμα, η κριτική σκέψη, η προσαρμοστικότητα θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ για μια λαμπρή επαγγελματική πορεία και διάκριση στον ανταγωνιστικό εργασιακό στίβο.
Η καλλιέργεια των ήπιων δεξιοτήτων δεν υποσκελίζει εκείνη των «μαλακών δεξιοτήτων». Είναι έννοιες αλληλεπικουρούμενες. Ωστόσο, οι «μαλακές» δεξιότητες αναδεικνύονται πλέον σε πρώτο πλάνο, ως επί το πλείστον παραμελημένες από τα προϋπάρχοντα εκπαιδευτικά συστήματα. Και, ξαφνικά, ανακαλύψαμε ως προοδευτική κοινωνία ότι τα παιδιά μας πρέπει να ενθαρρύνονται να αυτενεργούν, ώστε να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους με βάση τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις τους, τον χαρακτήρα τους, κι αυτό αποτελεί οπωσδήποτε σπουδαία πρόοδο.
Πόσο αντιφατικό όμως είναι κάτι τέτοιο;
Από τη μια, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που στις μικρότερες βαθμίδες προωθεί την πρωτοβουλία, την αυτενέργεια, την κριτική σκέψη κι από την άλλη το ίδιο σύστημα που ως το τέλος των σχολικών χρόνων έχει στραγγαλίσει αυτές τις ανθρωπιστικές κατ’ ουσίαν δεξιότητες στον βωμό της εισαγωγής σε πανεπιστημιακές σχολές. Ώσπου καταλήγουν οι «μαλακές» δεξιότητες να παραγκωνίζονται εντελώς από τις «σκληρές», τις τεχνικές, τις γνωσιοκεντρικές. Επομένως, όποια προσπάθεια έχει γίνει για εκσυγχρονισμό αυτοαναιρείται από το ίδιο το σύστημα, το οποίο βρίθει από αντιφάσεις.
Και ποιον ρόλο καλείται να υποδυθεί ο σημερινός εκπαιδευτικός;
Πέραν της αυτονόητης επιμόρφωσης στην οποία είναι απαραίτητο να υποβάλλεται, πρέπει μάλλον να υπερβεί τον εαυτό του. Κι αυτό γιατί καλείται να συγκεράσει τις αντιφάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, βοηθώντας τα παιδιά να αναπτύξουν «ολόπλευρα, αρμονικά και ισόρροπα» την προσωπικότητά τους και ταυτόχρονα να εξαφανίσει με ένα μαγικό ραβδί όλες τις αγκυλώσεις της ελληνικής εκπαίδευσης.
Να είναι δηλαδή προσαρμοστικός, όπως λέμε “soft”.
*Η Μαρία Ζερβάκη ειναι εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και τακτική αρθρογράφος του Ser-Free.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.63, Οκτώβριος 2023)