Τι σημαίνει η αποχή από τις κάλπες; Της Χρυσάνθης Ιακώβου

Όταν τον 5ο αιώνα π.Χ. εφαρμόστηκε στην Αθήνα για πρώτη φορά το πολίτευμα της δημοκρατίας, όλοι οι πολίτες άνω των 21 ετών συμμετείχαν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν την πόλη τους. Το να μπορείς να συμμετέχεις στη διαδικασία αυτή ήταν κάτι τόσο σημαντικό, τόσο ιερό και τόσο (άτυπα) επιβεβλημένο που θεωρούνταν υποτιμητικό το να μην ασχολείσαι με τα κοινά και να μην παίρνεις μέρος στις πολιτικές αποφάσεις.

Για τα δεδομένα της εποχής το σύστημα αυτό ήταν πολύ προχωρημένο, σήμερα για εμάς είναι τόσο αυτονόητο που περάσαμε στο άλλο άκρο: μας ενδιαφέρουν τόσο λίγο τα κοινά που απαξιούμε μέχρι και να πάμε να ψηφίσουμε. Πάντα μετά τις εκλογές μάς απασχολούν τα αποτελέσματα, αλλά μήπως θα έπρεπε να μας απασχολεί ακόμα περισσότερο το ποσοστό αυτών που δεν πάνε να ψηφίσουν; Θα μου πεις, αφού έχουμε δημοκρατία, δεν είναι δικαίωμα του καθενός αν θα ψηφίσει ή όχι; Εδώ όμως δε μιλάμε για το δικαίωμα, μιλάμε για το σκεπτικό πίσω από την αδιαφορία αυτή.

Ναι οκ, η πολιτική κατάσταση της χώρας -η οποία έχει άμεσο αντίκτυπο φυσικά στην καθημερινότητα μας και στην οικονομική μας κατάσταση- είναι σε μαύρα χάλια. Διαθέτουμε τους εκπροσώπους που θα μας εμπνεύσουν και για τους οποίους ελπίζουμε ότι θα μας βγάλουν από το τέλμα; Προφανώς όχι. Είμαστε απίστευτα εκνευρισμένοι με ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο; Ω, ναι. Θα καταφέρουμε να πετύχουμε κάποια αλλαγή προς το καλύτερο εμείς οι πολίτες αν δεν πάμε να ψηφίσουμε; ΟΧΙ.

Ένα επιχείρημα που ακούγεται συχνά υπέρ της αποχής είναι ότι η πράξη αυτή θα περάσει ένα ηχηρό μήνυμα. Α ναι; Σε ποιους ακριβώς; Οι πολιτικοί δεν αντιλαμβάνονται ήδη δηλαδή πόσο θυμό και πόση απογοήτευση έχει μέσα του ο λαός; Από την αποχή θα το καταλάβουν; Ή μήπως είναι η αποχή ένα είδος τιμωρίας που θα τους ταράξει και θα τους στρέψει προς καλύτερες ενέργειες; Προφανώς και η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο είτε πάνε στις κάλπες όλοι είτε πάνε οι μισοί. Και μη σου πω, όσο λιγότεροι τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς.

Και γιατί δηλαδή αν θέλουμε οπωσδήποτε να περάσουμε ένα μήνυμα δεν το κάνουμε με κάποιον άλλον τρόπο; Δε θα ήταν πιο αποτελεσματικό, για παράδειγμα, να ψηφίσουμε ένα μικρό κόμμα εφόσον δε θέλουμε να ενισχύσουμε τα μεγάλα; Ή μια άλλη εναλλακτική πρόταση που μας φαίνεται κάπως συμπαθητική; Ή κάποιον που θεωρούμε πως είναι ο λιγότερο διεφθαρμένος;

Φυσικά, για να τα κάνουμε όλα αυτά θα πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι σχετικά με τους υποψηφίους, αλλά ποιος κάθεται να ενημερωθεί τώρα, έτσι δεν είναι; Και έτσι φτάνουμε σιγά σιγά στην κυριότερη αιτία της αποχής: την αδιαφορία. Η οποία φυσικά είναι ό,τι χειρότερο, γιατί η αδιαφορία, ως γνωστόν, είναι ουσιαστικά ανίκητη.

Το οξύμωρο είναι ότι, δεδομένης της βαθιάς πολιτικής κρίσης, τώρα θα έπρεπε να ενδιαφερόμαστε πιο πολύ από ποτέ. Θα έπρεπε να είμαστε πιο ενημερωμένοι από ποτέ, θα έπρεπε να έχουμε ήδη αντιληφθεί τις στρατηγικές που μπορούμε να εφαρμόσουμε για να στρέψουμε το αποτέλεσμα προς τα εκεί που θέλουμε. Αντ΄ αυτού, μετατρεπόμαστε σιγά σιγά σε ένα έθνος μοιρολατρών που μέσα στην απελπισία μας περιμένουμε να αλλάξει κάτι ως δια μαγείας. Τι αλλαγές μπορούμε να περιμένουμε όσο δε συμβάλλουμε εμείς με τον τρόπο μας σε αυτήν τη διαδικασία; Νομίζουμε ότι οι αλλαγές θα έρθουν από τους πολιτικούς που κυβερνούν ήδη, οι οποίοι εκλέγονται ξανά και ξανά από αυτούς που αποφάσισαν να μην απέχουν από τις κάλπες; Και εφόσον δεν πάμε να ψηφίσουμε, με ποιο δικαίωμα μετά θα παραπονεθούμε για την κατάσταση που επικρατεί; Ή μήπως, σε τελική ανάλυση, η τακτική αυτή μας δίνει το άλλοθι να γκρινιάζουμε και να δυσανασχετούμε πίσω από το “τους βαρέθηκα όλους, δεν ψηφίζω κανέναν”;

Προφανώς βέβαια φερόμαστε έτσι εκ του ασφαλούς, γιατί δεν έχουμε νιώσει ποτέ πώς είναι να ζεις σε ένα απολυταρχικό κράτος και να μην έχεις καμία δύναμη να αλλάξεις την πολιτική ηγεσία του τόπου σου, άρα κατ’ επέκταση και την ποιότητα της ζωής σου. Αλλά εμείς φυσικά εδώ στην Ελλάδα έχουμε μάθει να ζούμε σε μια κατάσταση ζεν. Όσο το χρήμα έρεε άφθονο, ψηφίζαμε τα κόμματα που μας το έδιναν και ήμασταν εντάξει. Τώρα που τα πράγματα αγρίεψαν, σκεφτήκαμε “μήπως θα αλλάξει τίποτα κι αν ψηφίσω;” κι αφεθήκαμε ανάλγητα στη μοίρα μας.

Είναι η αποχή δηλωτική της αδράνειας και της πνευματικής στασιμότητας του Έλληνα; Όσο τα πράγματα ήταν καλά, ήμασταν εφησυχασμένοι. Τα βλέπαμε τα σημάδια ότι το πράγμα κάποια στιγμή θα στραβώσει, αλλά δε θέλαμε να χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας. Τώρα που το πράγμα στράβωσε τελικά, αισθανόμαστε ανήμποροι. Η κρίση δε στάθηκε ικανή να μας αφυπνίσει, να μας δραστηριοποιήσει, να μας σπρώξει στην εγρήγορση, στην τόλμη, στη δράση. Μας βύθισε κι άλλο στην απραξία, η οποία τώρα ανακατεύτηκε και με θυμό, ματαίωση, παραίτηση, γκρίνια. Κακός συνδυασμός.

Ή μπορεί απλά να μη θέλουμε να αναλάβουμε την ευθύνη μας. Είναι εν μέρει και δική μας ευθύνη που οι πολιτικοί που εμείς επιλέξαμε κατέστρεψαν τη χώρα, είναι πάλι θέμα δικό μας ποιοι θα συνεχίσουν από εδώ και στο εξής. Κι όταν απέχουμε και οι αποφάσεις παίρνονται ούτως ή άλλως, πάλι δική μας ευθύνη είναι που δε βοηθήσαμε για το καλό της χώρας μας.

Η δημοκρατία μάς δίνει μια μεγάλη ελευθερία, αλλά μας φορτώνει και με ένα μεγάλο χρέος. Θα μου πεις, θα κάνει μία ψήφος τη διαφορά; Σίγουρα θα κάνει μεγαλύτερη διαφορά η ψήφος που υπάρχει από αυτήν που απουσιάζει.

Καλύτερα από όλους το είπε ο Καζαντζάκης: “Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες εγώ, εγώ μοναχός μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω”. Η στιγμή που βάζουμε το ψηφοδέλτιο στον φάκελο είναι μια τέτοια περίπτωση. Αν πηγαίναμε όλοι να ψηφίσουμε και αν ψηφίζαμε λες κι απ’ τη δική μας την προσωπική επιλογή εξαρτάται το ίδιο μας το μέλλον και η πορεία ολόκληρης της χώρας, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα. Ίσως όχι εντελώς διαφορετικά, αλλά σίγουρα πολύ καλύτερα.

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.