«Tα παιδία παίζει». Μια έκφραση ειρωνική γι’ αυτούς που δεν παίρνουν στα σοβαρά την ηλικία τους ή το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνονται, σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού.
Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι από τα παιδιά περιμένουμε αυτό ακριβώς, δηλαδή να παίζουν, κάτι που είναι εντελώς αναμενόμενο για την ηλικία τους. Όμως τα παιδία σήμερα δεν παίζει. Δεν παίζει στους δρόμους, στις αλάνες, στις γειτονιές, δεν παίζουν αυθόρμητα πια. «Τα παιδία παίζει» με οθόνες σε μια πραγματικότητα εικονική. Κληροδότημα της καραντίνας; Ίσως.
Το φαινόμενο ωστόσο είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Σιγά σιγά κι αθόρυβα, στο πλαίσιο της τεχνολογικής εξέλιξης και του εκσυγχρονισμού. Όταν οι αναλογικές συσκευές έγιναν ψηφιακές. Κι ύστερα ήρθε το ίντερνετ στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ένας άλλος κόσμος, για λίγους αρχικά, τους εκλεκτούς. Οι σταθεροί υπολογιστές εντούτοις περιόριζαν τη διάδοση του διαδικτύου κι έτσι ήρθαν τα λάπτοπ. Η οθόνη μίκρυνε κι άλλο κι ο υπολογιστής έγινε φορητός. Οποιαδήποτε στιγμή είχες άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο με ασύρματη σύνδεση ή με χρήση δεδομένων.
Κατόπιν περάσαμε στη λατρεία των τάμπλετ. Η συσκευή έγινε πιο λεπτή, πιο ελαφριά, πιο μοντέρνα. Με τα «έξυπνα» κινητά, δε, είχες την πιο μικρή οθόνη και το πιο γρήγορο ίντερνετ. Οι δορυφόροι στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Αν συνυπολογίσουμε την επέκταση του δικτύου, τη μετατροπή σε 5G και την εξάπλωση της οπτική ίνας, οι ταχύτητες διάδοσης της πληροφορίας απογειώθηκαν. Ως εκ τούτου, πολλαπλασιάστηκαν οι εφαρμογές και τα διαδικτυακά παιχνίδια. Ταυτόχρονα όμως άνοιξαν μια πύλη σε έναν κόσμο χαοτικό στα παιδιά κάθε ηλικίας.
O ανεξερεύνητος κόσμος των διαδικτυακών παιχνιδιών φάνταζε σαν το σπιτάκι του Χάνσελ και της Γκρέτελ. Υποσχόταν ατελείωτη απόλαυση, αλλά στο εσωτερικό του ελλόχευε ο κίνδυνος, η μάγισσα του παραμυθιού. Η πολύωρη έκθεση στην οθόνη μείωσε τη συγκέντρωση των παιδιών, τα έκανε πιο νευρικά κι ανυπόμονα, περιόρισε τη φαντασία τους, οδήγησε σε εθισμό. Τα παιδιά της γενιάς μας, από τη νηπιακή κιόλας ηλικία, πρώτα καλλιέργησαν τη λεπτή κινητική δεξιότητα στις οθόνες αφής κι έπειτα έπιασαν μολύβι.
Μέσα στην καραντίνα τα φαινόμενα εθισμού πλήθυναν. Λόγω της επιβεβλημένης κοινωνικής αποστασιοποίησης, θεωρήθηκε εκ των ων ουκ άνευ να μην έχεις πρόσβαση στο διαδίκτυο. Η ψηφιακή επικοινωνία αποτελούσε σχεδόν τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Παιχνίδι, συντροφιά, μάθημα, όλα μέσα από μια οθόνη. Ο φόβος της διασποράς του ιού δαιμονοποίησε σχεδόν τις κοινωνικές συναναστροφές και η εξάρτηση από την οθόνη έγινε η νέα πραγματικότητα μικρών και μεγάλων.
Τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα παιδιά, αντί να παίζουν στις αυλές των σχολείων και στις γειτονιές, αντάλλαζαν μηνύματα στο chat, με τις ευλογίες των γονιών και κάτω από τη μύτη των δασκάλων στην εποχή των μαθημάτων μέσω webex. Κι όταν επανήλθαν στη «νέα κανονικότητα», η οθόνη ήταν εκεί και τα περίμενε να επιστρέψουν. Είχε εγγραφεί στο DNA τους ως τρόπος ζωής, διασκέδασης, ψυχαγωγίας, κοινωνικής συναναστροφής.
Τρία χρόνια μετά την έναρξη του covid, τα προβλήματα ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους συνεχώς αυξάνονται, όπως και η εξάρτηση από τις οθόνες. Στο όνομα της τεχνολογικής εξέλιξης τα παιδιά μας έχασαν την ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, την αθωότητα της ηλικίας τους, το αυθόρμητο παιχνίδι. Μήπως να αναρωτηθούμε; Αυτό τελικά είναι πρόοδος;
* Η Μαρία Ζερβάκη είναι εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και τακτική αρθρογράφος του Ser–Free.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.61, Δεκέμβριος 2022)