Του Δημητρίου Γ. Νάτσιου
H εκπαιδευτικός και συγγραφέας Φανή Κεχαγιά, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Σ.Θ.», μιλάει για τα βιβλία της και πώς η συγγραφή μπήκε στη ζωή της.
Δηλώνει ότι καμαρώνει για την Ελληνική γλώσσα. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η καλλιέργεια της στο χώρο της εκπαίδευσης χωλαίνει και πιστεύει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να εγκύψουν στο ζήτημα, ώστε η γλώσσα μας να αγαπηθεί από τον σημερινό μαθητή.
Κάνει ξεχωριστή μνεία στους φωτισμένους δασκάλους που καταβάλλουν όλη την ικμάδα των δυνάμεων τους προκειμένου ο μαθητής να αγαπήσει την ανάγνωση και ευελπιστεί ότι η προσπάθεια αυτή θα αποδώσει καρπούς σε βάθος χρόνου.
Γεννηθήκατε στην Κομοτηνή, σπουδάσατε φιλόλογος Πείτε μας δυο λόγια για τον γενέθλιο τόπο και, κυρίως, πως επιλέξατε να γίνετε φιλόλογος.
Ναι, γεννήθηκα στην Κομοτηνή, αλλά από γονείς Σερραίους και, όταν ήμουν δύο ετών, επιστρέψαμε μόνιμα στις Σέρρες. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, όσο κι αν αγαπώ την Κομοτηνή ως πόλη, μνήμες από αυτή δεν έχω. Τόπο μου θεωρώ τις Σέρρες.
Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, νομίζω πως φιλόλογο με έκανε η παιδιόθεν προσκόλλησή μου στον λόγο, η φιλολογία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μονόδρομος. Έγινα φιλόλογος, επειδή αγαπώ τον λόγο, τα αρχαία ελληνικά, τη λογοτεχνία, όλα. Αγαπώ την ενασχόληση με τον λόγο και ως διδάσκουσα, κυρίως ως αεί διδασκόμενη· αυτή είναι η μόνη εξήγηση.
Εργάζεστε στη Β΄βάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Πολλές δραστηριότητες, διαβάζουμε, πέρα από τα στενά σας καθήκοντα. Η συγγραφή πώς μπήκε στη ζωή σας.
Η τελευταία φράση της προηγούμενης απάντησής μου μάλλον απαντά σε ένα κομμάτι της ερώτησής σας. Η συγγραφή ήρθε ως συνέχεια της από πολύ μικρή ηλικία προσκόλλησής μου με τη λογοτεχνία. Είναι εν μέρει απότοκο ενός χρόνιου βασανισμού με τη λέξη, με τον λόγο και μιας επίμονα απαιτητικής φαντασίας.
Αξιολογήστε τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας σας
Μετά από εννέα χρόνια εργασίας ως καθηγήτρια στον ιδιωτικό τομέα, σε φροντιστήριο, ο διορισμός μου στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν η πρώτη σημαντική καμπή-σταθμός στην επαγγελματική ζωή μου, που άλλαξε πολλά: μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω και είχα την τύχη να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους με κάποιους από τους οποίους έχτισα σχέσεις ζωής.
Επόμενος καίριος σταθμός, η έκδοση του πρώτου μου μυθιστορήματος από τις Εκδόσεις Έξη το 2018. Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα.
Ο πιο πρόσφατος – εύχομαι όχι και τελευταίος – σταθμός ήταν η κυκλοφορία του πρώτου παραμυθιού μου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, τον Μάιο του 2021.
Μιλήστε μας για τα σχέδια σας;
Τα τελευταία δύο χρόνια μας έκαναν όλους να δούμε πόσο τα σχέδια μπορούν να ανατραπούν, να τιναχτούν κυριολεκτικά στον αέρα εξαιτίας του απροσδόκητου. Γι’ αυτό, τα μόνα σχέδια που επιτρέπω στον εαυτό μου να κάνει είναι το πολύ τριμήνου. Προς το παρόν, σχεδιάζω να χαρώ το καλοκαίρι, όσο μου επιτραπεί. Σχέδια σαφώς υπάρχουν, αλλά πλεγμένα με χαλαρά νήματα – ξέρετε, τα τελεσίδικα σχέδια γεννούν προσδοκίες και οι προσδοκίες συνήθως σέρνουν στην ουρά τους απογοητεύσεις…
Έχουμε μια πλούσια και μοναδική γλώσσα. Τι σας ενοχλεί στη σημερινή της εικόνα, την εκφορά του λόγου και αποτύπωση της; Πώς την καλλιεργούμε αυτή την γλώσσα, ιδιαίτερα στον χώρο της εκπαίδευσης;
Θέτετε αρκετά ερωτήματα, θα προσπαθήσω να τα απαντήσω με τη σειρά.
Πράγματι, έχουμε μια σπουδαία γλώσσα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν εξίσου –ή ίσως και περισσότερο– αξιόλογες γλώσσες σε επίπεδο εκφραστικής ευχέρειας και παραγωγής έργων υψηλής διανόησης. Η ιδιαιτερότητα της δικής μας γλώσσας έγκειται περισσότερο στην ικανότητά της, όταν οι συνθήκες ευνοούν (για παράδειγμα, στη λογοτεχνία μας), να ενσωματώνει στην επίσημη σύγχρονη μορφή της διαφορετικά στρώματα λεκτικής εκφοράς (είτε χρονικά, π.χ. αρχαία ελληνικά ή καθαρεύουσα, είτε χωρικά, π.χ. ντοπιολαλιές και ιδιώματα). Μοναδική δεν μπορώ να κρίνω αν είναι η γλώσσα μας. Ξέρω μόνο πως είναι μοναδική για μας τους Έλληνες, στο επίπεδο που είναι μοναδική η γλώσσα κάθε λαού γι’ αυτούς που τη μιλούν.
Ως προς τη σημερινή της εικόνα, την εκφορά του λόγου και την αποτύπωσή του στον γραπτό λόγο, παρά τις ενστάσεις και τις γκρίνιες που κατά καιρούς διατυπώνονται, θα τολμήσω να πω πως καμαρώνω. Η Ελλάδα έχει –πάντα είχε– εξαιρετικούς διανοητές να διακονούν, να αναδεικνύουν και να ταξιδεύουν την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο. Οι δύο νομπελίστες μας, ο Καβάφης και τόσοι άλλοι πολυμεταφρασμένοι διανοητές μας το αποδεικνύουν περίτρανα.
Ωστόσο, δυστυχώς, σε ό,τι αφορά τον χώρο της εκπαίδευσης, χωλαίνουμε. Η γλώσσα δύσκολα αγαπιέται από ένα παιδί, όταν διδάσκεται μέσα από επαναλαμβανόμενους γραμματικο-συντακτικούς κανόνες και πληθώρα τυπολατρικών ασκήσεων. Όλοι κατανοούν, νομίζω, πως είναι ζήτημα θεσμικό για το οποίο είναι καλό να μεριμνήσουν όσοι βρίσκονται στα αντίστοιχα θεσμικά πόστα.
Αισθάνομαι όμως επίσης την ανάγκη να υπογραμμίσω πως υπάρχουν φωτισμένοι δάσκαλοι που προσπαθούν να κάνουν τον μαθητή να αγαπήσει τη γλώσσα μέσα από άλλους δρόμους, έξω από τον κανονιστικό τρόπο των σχολικών βιβλίων: λέσχες φιλαναγνωσίας και εργαστήρια δημιουργικής γραφής, σχολικές δανειστικές βιβλιοθήκες, πρόσκληση συγγραφέων και ποικίλες δράσεις καλλιέργειας της γλώσσας με παιγνιώδη και ευφάνταστο τρόπο συμβαίνουν πλέον σε τακτική βάση σε κάθε βαθμίδα του ελληνικού σχολείου.
Όλα αυτά με κάνουν να ελπίζω πως κάτι καλό ή πολλά καλά μπορούν να προκύψουν σε βάθος χρόνου. Το μόνο που μπορούμε και έχουμε χρέος να κάνουμε οι δάσκαλοι είναι να ρίχνουμε τον σπόρο, να τον ποτίζουμε, να απομακρύνουμε τα ζιζάνια και να ελπίζουμε πως θα αποδώσει έναν γερό, υγιή καρπό.
Πηγή: www.sertharros.gr