Και πέφτεις και γελάς! Της Δήμητρας Κουρίδου

Δευτέρα πρωί (έτσι για την καλή μας εβδομάδα) τρέχοντας σε αυτή την κακοφτιαγμένη πόλη μας, να προλάβω να τακτοποιήσω εκκρεμότητες. Έχει κίνηση στους δρόμους, χωρίς να είναι ακόμη ενοχλητική. Στέκομαι στην ουρά σε μια τράπεζα. Μπροστά δυο φίλες μεγαλύτερης ηλικίας, περιποιημένες ίσως λίγο περισσότερο από ό,τι θα χρειαζόταν, μιλάνε ασταμάτητα! Δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλάνε έτσι από ενθουσιασμό ή από εκνευρισμό. Έχουν πλάκα, προσπαθούν να τελειώσουν τη συναλλαγή τους με ένα ζευγάρι γυαλιά και οι δυο και χωρίς να ζητήσουν τη βοήθεια της υπομονετικής υπαλλήλου. Σαν να έχουν ένα εσωτερικό δικό τους στοίχημα ότι θα τα καταφέρουν! Το «επιτέλους, Δώρα μου, πάμε για καφέ» ήταν λυτρωτικό. Δεν γίνεται να μη χαμογελάσεις με αυτές τις δύο αξιολάτρευτες κυρίες που αγκαζέ πια προχωράνε συνεχίζοντας την κουβέντα τους.

Φεύγοντας λοιπόν από την τράπεζα και αφήνοντας για το τέλος την αγορά ενός υπέροχου καφέ με ζεστό κουλούρι προχωράω. Στον πεζόδρομο που κινούμαι έχει μαγαζιά που ακόμη νωχελικά ανοίγουν. Δυο τρεις καλημέρες σε γνωστό κόσμο που τρέχει κι αυτός είναι ανακουφιστικές. Η φιγούρα μου αντανακλά σε βρώμικα τζάμια από εμπορικά μαγαζιά που είναι κλειστά και εγκαταλειμμένα. Νιώθω σαν κάποιος να με σπρώχνει να περπατήσω λίγο πιο γρήγορα. Απογοήτευση και λύπη για μια εποχή όχι και τόσο μακρινή που όμως πέρασε. Σκύβω το κεφάλι και επιταχύνω το βήμα μου, γιατί πλέον η ιδέα της γεύσης του καφέ έχει μετατραπεί σε ανάγκη. Δεν ξέρω πώς, αλλά με ένα κουβάρι σκέψεις και με την ανάγκη για κάτι αισιόδοξο αισθάνθηκα ξαφνικά ότι πετούσα, ότι ήμουν στον αέρα, άνοιξα τα χέρια μου και για δευτερόλεπτα ένιωσα ότι με έβλεπα από ψηλά. Με έβλεπα σε αργή κίνηση να πέφτω.

Ναι, ήταν γεγονός, ήμουν σε έναν από τους πιο κεντρικούς πεζόδρομους της πόλης και ήμουν ξαπλωμένη με τα χέρια ανοιχτά! Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να συνειδητοποιήσω πού ακριβώς βρισκόμουν. Και τότε με άκουσα να γελάω… Ένα γέλιο αντιδραστικό, ίσως και εκνευριστικό. Καμία κίνηση δεν προσπάθησα να κάνω για να σηκωθώ. Δεν θυμάμαι αν πονούσα, μπορεί ακόμη να μην το ένιωθα. Γελούσα όμως, ακόμη γελούσα με φωνή. Όταν σηκώθηκα, αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν γύρω μου κανένας… Και τότε το γέλιο μου κόπηκε βίαια. Γύρισα το κεφάλι μου δεξιά, γύρισα αριστερά και δεν ήταν κανένας. Με το αριστερό μου χέρι έψαξα το κινητό μου και χωρίς να έχω ακόμη τιναχτεί το έλεγξα μήπως έσπασε. Το τοποθέτησα πίσω, πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα να περπατάω. Μπήκα με γρήγορο βηματισμό στην είσοδο μιας οικοδομής και βγάζοντας τα αντισηπτικά μαντηλάκια μου άρχισα να καθαρίζομαι. Λίγες γρατζουνιές στις παλάμες (που η αλήθεια είναι μου θύμισε και κάτι από όταν ήμουν παιδί και χαμογέλασα στην ανάμνηση) και λίγο κοκκίνισμα στο πιγούνι. Καθάρισα το μαύρο μπουφάν που ήταν χάλια κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι έφυγα. Προτίμησα να κατευθυνθώ σε άλλη πλευρά της πόλης. Ήμουν μουδιασμένη, μπορεί και τρομαγμένη.

Αρκετή ώρα μετά ξαναπέρασα από το ίδιο σημείο, ανακάλυψα ότι είχα σκοντάψει σε ένα σπασμένο και ξεκολλημένο πλακάκι πεζοδρομίου. Πήρα τον πολυπόθητο καφέ και κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Τρόμαξα στη σκέψη που έκανα. Ήταν έντεκα το πρωί κι ένας άνθρωπος έπεσε μπροστά από ένα καφέ, ένα κατάστημα με ρούχα κι ένα άλλο με τρόφιμα. Κανένας δεν βγήκε να ρωτήσει τι έγινε, αν χρειάζεται βοήθεια ή ακόμη και να γελάσει μαζί του. Γιατί πραγματικά, εφόσον δεν είχα χτυπήσει, ήταν αστείο. Τι μας έχει συμβεί και δεν μπορούμε να νοιαστούμε και να μοιραστούμε με τους δίπλα μας; Πότε καταφέραμε να γίνουμε τόσο ατομιστές; Από πότε δεν μας νοιάζει για τον διπλανό μας; Για τον δικό μας διπλανό… Από πότε κοστολογούμε τόσο ακριβά το χαμόγελό μας;

Πραγματικά θα γελούσαμε εκείνη τη στιγμή και ήταν τόσο απελευθερωτικό το γέλιο εκείνο, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και γυρνούσαμε με τα γόνατα σημαδεμένα σπίτι. Είχα χρόνια να νιώσω τόσο τρομακτικά μεγάλη μοναξιά σε μια τόσο μικρή πόλη.

*Η Δήμητρα Κουρίδου είναι αναγνώστρια του Ser-Free. 

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.