Στην τελευταία επίσκεψή μου στην Αθήνα, παρακολούθησα μια συγκλονιστική παράσταση, πρωτοεμφανιζόμενη στο ελληνικό θέατρο και με συνεχή sold out επί δύο χρόνια. Το «Μια άλλη Θήβα» του Γαλλο-Ουρουγουανού Σέρχιο Μπλάνκο, σκηνοθετημένη εκπληκτικά και ευρηματικά από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, προσεγγίζει τη σχέση πατέρα-γιου, σχολιάζει την ενδοοικογενειακή βία που εξελίσσεται σε μάστιγα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και ερευνά τις συνθήκες που εξωθούν έναν άνθρωπο στον φόνο. Ένα βαθιά πληγωμένο αγόρι, μεγαλωμένο σε ακραία κακοποιητικό περιβάλλον και στερημένο από κοινωνικές αξίες και εκπαίδευση, τρόφιμος φυλακής, αποτελεί αντικείμενο μελέτης ενός συγγραφέα που μέσα από τις συναντήσεις τους επιθυμεί να συγγράψει θεατρικό έργο με θέμα την πατροκτονία. Με συνεχείς αναφορές στο διασημότερο πατροκτονικό ζεύγος Οιδίποδας-Λάιος της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας και δη του θηβαϊκού κύκλου (εξ ου και ο τίτλος του έργου), ο νεαρός έγκλειστος θα νιώσει τη ζεστασιά μιας ανθρώπινης ύπαρξης πλάι του. Ο περίκλειστος με συρματοπλέγματα χώρος δεν λειτουργεί ασφυκτικά, αντιθέτως, προσφέρει το ψυχολογικό πλαίσιο στο οποίο αναδεικνύονται οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις, οι συναισθηματικές αποχρώσεις και οι δραματουργικές προκλήσεις και δυνατότητες των ερμηνευτών.
Μοιραία έκανα τη νοητική σύνδεση με το αρχαίο θέατρο και την επερχόμενη σεζόν που κάθε καλοκαίρι αναμένουμε στα φεστιβάλ όλης της χώρας… Το θέατρο στην κοιτίδα του, την αρχαία Αθήνα, ήταν μια γιορτή. Μια γιορτή της ελεύθερης βούλησης. Σήμερα αυτό που απαιτείται είναι ένας νους σε εγρήγορση που με τη σκέψη, το συναίσθημα και τα βιώματα του καθενός οδηγεί σε προσωπική ερμηνεία. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αρκεί που νιώθεις ότι φεύγει ένα βάρος, ότι τα εξομολογημένα μυστικά που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια σου απασχολούν όχι μόνο εσένα, αλλά κι άλλους γύρω σου. Ο συγχρονισμός των συναισθημάτων φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Κι όπως είπε κι ο Pablo Picasso, σκοπός της τέχνης είναι να ξεπλένει την ψυχή μας από τη σκόνη της καθημερινότητας.
Στη σημερινή Αθήνα αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα, με τόσα εκατομμύρια επισκέπτες, που οι περισσότεροι διψάνε για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί να μην παίζονται θεατρικά έργα και κατά τη διάρκεια της ημέρας (όπως συνέβαινε τότε), στις τόσες θεατρικές αίθουσες και χώρους που διατίθενται, χειμώνα-καλοκαίρι; Όχι μόνο για τους τουρίστες, αλλά και για τα παιδιά, τους νέους που αισθάνομαι πως έχουν απομακρυνθεί πολύ από το αρχαίο ελληνικό θεατρικό έργο. Το αρχαίο θέατρο δεν είναι μια απλή θεατρική παράσταση. Είναι κυρίως εκπαιδευτικό και διαμορφώνει τις συνθήκες για κατάλληλες πολιτικές συμπεριφορές, χρήσιμες και δημιουργικές. Εξάλλου, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει ανάγκη την Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει ανάγκη την Ελλάδα, όχι βέβαια την εξιδανικευμένη χολιγουντιανή εκδοχή με τις χλαμύδες, αλλά τη σοφία των αρχαίων Ελλήνων και τον σκεπτικισμό τους. Ζούμε σε έναν κόσμο που το πλαίσιό του είναι ο πόλεμος, με διάφορα πρόσωπα. Η αντιμετώπιση του ξένου που προσεγγίζεται με πνεύμα ανοχής και συμπόνιας, όπως δίδαξε ο Αισχύλος, είναι νομίζω ένα μάθημα που μπορεί να μας προσφέρει το θέατρο σήμερα στην κρίσιμη και επικίνδυνη κατάσταση που βρισκόμαστε.
Το φετινό καλοκαίρι αναμένουμε νέες αξιόλογες παραστάσεις να «διδαχθούν». «Ηρακλής μαινόμενος» και «Βάκχες» του Ευριπίδη, «Ορέστεια» και «Ικέτιδες» του Αισχύλου, με το τελευταίο να αποτελεί ένα βαθιά πολιτικό και ανθρωπιστικό έργο που θέτει διαχρονικά τον προβληματισμό γύρω από το θέμα του ασύλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σήμερα, αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς στη θέση των διωκόμενων βρίσκονται γυναίκες.
Υ.Γ.: «Τα μεγάλα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού δεν είναι η επιστήμη, είναι η φιλοσοφία και η τραγωδία». Νίτσε.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.66, Ιούλιος 2024)