Γράφει η Μαρία Ζερβάκη, εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
Αύγουστος. Μήνας τρύγου. Οι αναμνήσεις επιστρέφουν πάντα τέτοια εποχή. Το τελευταίο δεκαήμερο μαζεύαμε τα σουλτανιά μας στην Κρήτη να τα απλώσουμε για να κάνουμε σταφίδα. Τότε ακόμη είχε καλή τιμή, άξιζε τον κόπο. Δύσκολη δουλειά. Βαρύ το τσιγκάκι[1] για ένα κοκκαλιάρικο, αδύναμο παιδί, όπως εγώ. «Μάθε γράμματα» έλεγε ο πατέρας «να μην τυραννιέσαι στα χωράφια όπως εμείς!» Η δουλειά δουλειά όμως και δεν εξαιρούνταν κανείς. Κι ήταν και η ζέστη, η πολύωρη παραμονή κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο. Παρακαλούσαμε να έχει συννεφιά στη συγκομιδή. Ο μπαμπάς πάλι φοβόταν τα σύννεφα, γιατί μπορεί να έφερναν βροχή. Και τότε, πάει η σταφίδα…
Πρωί πρωί στο αμπέλι κι ο καταμερισμός εργασίας ήταν προαποφασισμένος. Δύο τα πόστα για μένα και τ΄ αδέλφια μου: να κόβουμε σταφύλια ή να τα απλώνουμε. Δεν ήξερα τι μισούσα περισσότερο. Στην αρχή τα αμπέλια μας τα είχαμε χαμωτά (αργότερα έγιναν γραμμικά). Δηλαδή οι κουρμούλες[2] ήταν χαμηλές κι έπρεπε να σκύβω συνεχώς να κόβω σταφύλια και να τα ρίχνω στο κοφίνι. Έπρεπε και να ξεδιαλέγω τις σάπιες ρώγες να μένει καθαρό. Και μετά το βάσανο να μετακινήσω το κοφίνι παραπέρα. Τόσο πολύ είχα σιχαθεί αυτή την επίμοχθη δουλειά, που όσο διαρκούσε ο τρύγος δεν έβαζα ούτε ρώγα σταφυλιού στο στόμα μου. Αρνιόμουν. Δεν ήθελα ούτε να τα βλέπω.
Στο άπλωμα η γιαγιά και η μητέρα μου είχαν μόνιμο πόστο. Έκοβαν σταφύλια κι εκείνες μέχρι να γεμίσουν τα πρώτα κοφίνια κι έπειτα αναλάμβαναν το άπλωμα. Ο μπαμπάς βουτούσε τα τσιγκάκια στην αλουσιά και τα άδειαζε στο κέντρο ενός μεγάλου νάιλον πανιού στον οψιγιά[3]. Η γιαγιά Μαρία ήταν άπιαστη στην τέχνη του σκισίματος του σταφυλιού, το έσκιζε ακριβώς στη μέση του τσαμπιού, σαν εγχείρηση ακριβείας με νυστέρι. Ήταν τόσο επιδέξια τα χέρια της. Εγώ και η αδελφή μου, για να τελειώνουμε, πιάναμε το σταφύλια και τα πετούσαμε όπως όπως στο πανί. Μας μάλωνε η γιαγιά: «Τρόχαλο[4] θα τα κάνουμε τα σταφύλια; Δε θα ξεραθούν ποτέ!» Μετά με υπομονή, μας έδειχνε τον σωστό τρόπο.«Τα σταφύλια θέλουν στοργή», έλεγε. Εγώ τα κατάφερνα καλύτερα από την αδελφή μου. Κι έπειτα για να μας καλοπιάσει και να ξεχαστούμε μας έλεγε ένα σχετικό αίνιγμα σαν τραγουδάκι: «Στράτα στράτα πήγαινα, συνάντησα μια πέρδικα, τα φτερά της έφαγα, το κορμί της πέταξα. Τι είναι;» Πού να πάει το μυαλό μας ότι τα φτερά της πέρδικας είναι οι ρώγες του σταφυλιού και το κορμί της το τσαμπί; Άσε που μας φαινόταν παράλογο και οξύμωρο να τρως τα φτερά ενός πουλιού και να πετάς τη σάρκα του! Με αυτά και με τα άλλα ξεχνούσαμε λίγο τον πόνο της μέσης από το συνεχές σκύψιμο και τα τριμμένα μας γόνατα αφού ήμασταν κουκουβιστές για πολλές ώρες.
Αργότερα εκσυγχρονιστήκαμε, φτιάξαμε ξηραντήριο, μια μεταλλική κατασκευή που στηριζόταν σε κολόνες τσιμεντένιες για να απλώνουμε τα σταφύλια σε σύρματα. Αερίζονταν καλύτερα και ξεραίνονταν γρηγορότερα. Αποφεύγαμε και το σάπισμα σε περίπτωση βροχής γιατί μπορούσε να καλυφτεί με αδιάβροχο πανί η οροφή του. Για μένα και την αδελφή μου ήταν το σπιτάκι μας. Κυνηγιόμασταν ανάμεσα στα σύρματα και κάποιες φορές χτυπούσαμε τα πόδια μας στις αντηρίδες[5]. Η φωνή του μπαμπά μας επανέφερε πάντα. Στην αρχή είχαμε ενθουσιαστεί γιατί δε θα χρειαζόταν να κουκουβίζουμε. Δεν ήταν τόσο εύκολο όπως το περιμέναμε, ωστόσο, γιατί έπρεπε να τεντώνουμε τα χέρια μας να φτάσουμε τα ψηλότερα σύρματα και να σκύβουμε στα χαμηλότερα. Η γιαγιά μας έλεγε να απλώνουμε μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι μας. Σαν παροιμία ακουγόταν κι εκείνη αρέσκονταν να μιλάει μεταφορικά.
Το αγαπημένο μας αμπέλι ήταν στα Μεζέρια, πολύ κοντά στο χωριό. Μας άρεσε γιατί είχε και μετόχι, ένα παλιό πέτρινο σπιτάκι που χρησίμευε σαν αποθήκη για τα σύνεργά μας. Εκεί μαζευόμασταν και να φάμε το μεσημέρι. Στρώναμε κάτω φυσικά και το φαγητό ήταν το πιο νόστιμο του κόσμου, γιατί το είχαμε κερδίσει με την αξία μας. Η ετοιμασία δε του φαγητού ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Ένα συνηθισμένο κι εύκολο γεύμα ήταν βραστό κρέας, αρνί, πρόβατο, κατσίκα, κοτόπουλο, σπανιότερα μοσχάρι, και μακαρόνια στο ζουμί του. Ο θείος μου, που ήταν και μάγειρας, άναβε τη φωτιά και έβαζε πάνω ένα καπνισμένο τσουκάλι. Γινόταν μάχη για το ποιος θα αφήσει το πόστο του να πάει να ελέγξει το φαγητό.
Εκείνο το αμπέλι, επίσης, ήταν ξεχωριστό γιατί, λόγω της θέσης του, ήταν πέρασμα για λαγούς κι επομένως για κυνηγούς. Πολλές φορές, όταν πηγαίναμε αρκετά νωρίς το πρωί, βρίσκαμε μέσα κυνηγούς, ακόμη και σύρματα, τα λεγόμενα «τέλια», που ήταν φυσικά παράνομα. Ένα μεσημέρι, θυμάμαι, ο ξάδερφός μου, θέλοντας να κάνει επίδειξη στον μπαμπά μου, πήγε στο χωριό να φέρει τα σκυλιά του μήπως πιάσουμε λαγό. Έκανε κάμποσο να γυρίσει. Εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Ήμασταν σε ένα σημείο που το αμπέλι είχε χαμηλές, πυκνές κουρμούλες. Σκύβει ο μπαμπάς μου κάτω ψαχουλεύοντας μέσα στο φυτό να βρει τα σταφύλια και βγάζει από μέσα έναν λαγό. Τον κρατούσε από τα αυτιά και μας τον έδειχνε περιχαρής. Εμείς μείναμε άναυδοι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έφτασε ο ξάδερφος με τα σκυλιά. Ο πατέρας δεν έχασε την ευκαιρία: «Τζάμπα τα ΄φερες», είπε, «έβγαλα τον λαγό με τα χέρια!» Ντράπηκε αυτός κι έχασε τη μιλιά του.
Πέρασαν τα χρόνια, το παλιό μετόχι γκρεμίστηκε, το αμπέλι ξεριζώθηκε και φυτεύτηκαν ελιές. Σταμάτησαν οι επιδοτήσεις, η σταφίδα έγινε «σαν κοπριά», έλεγε ο πατέρας, λόγω της τιμής της. Νέες καλλιέργειες προωθούνταν. Τώρα ξεριζώθηκαν κι οι ελιές λόγω απαλλοτρίωσης. Θα γίνει μέρος του νέου αεροδρομίου Καστελλίου. Πικρά τα σταφύλια από τότε, πώς γίνεται όμως και τ΄ αγαπάω ακόμη περισσότερο; «Γλυκό σταφύλι να κάνω!» υπενθυμίζω στον εαυτό μου. «Πριν τελειώσουν τα σουλτανιά»…
[1]Τσιγκάκι: μεταλλικό κοφίνι με τρύπες
[2]Κουρμούλα: το φυτό του αμπελιού
[3]Οψιγιάς: χέρσο κομμάτι χωραφιού όπου άπλωναν πανιά για να ξεραθούν τα σταφύλια
[4]Σωρός από πέτρες
[5] Αντηρίδα: μεταλλικό υποστήριγμα