She wore her… holidays’ blues: Τι είναι τελικά η κατάθλιψη των γιορτών;

Γράφει η Κατερίνα Μανάδη*

Με τα πολύχρωμα λαμπάκια, τα έλατα και τους πλαστικούς Αγιο-Βασίληδες να φτάνουν να ξεμυτίζουν από τις πολυκαιρισμένες κούτες στο πατάρι, στολίζοντας διστακτικά τα γειτονικά μας μπαλκόνια, τη μυρωδιά των μελομακάρονων να αναδύεται από τους τοπικούς φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία, την ενοχλητικά νόστιμη ζάχαρη άχνη των κουραμπιέδων να απλώνεται μέσα στο σπίτι, τα ενίοτε παράφωνα τραγουδημένα κάλαντα και αγαπημένα γιορτινά τραγούδια να μετέχουν όλο και περισσότερο στη σύνθεση της μουσικής υπόκρουσης της καθημερινότητάς μας, ένα είναι σίγουρο: η έλευση της πολυαγαπημένης γιορτής μικρών και μεγάλων είναι γεγονός!

Τα Χριστούγεννα είναι εδώ και, ενώ για κάποιους από εμάς αυτό προμηνύει μια γλυκιά περίοδο ανάπαυλας γεμάτη δώρα, εξόδους και γιορτινή διάθεση, για κάποιους άλλους δυστυχώς ο Άγιος Βασίλης φαίνεται να προσπέρασε επιδεικτικά την καμινάδα τους σπιτιού τους. Τα «holiday blues», η κατάθλιψη των γιορτών, αποτελεί ένα αξιοσημείωτο ψυχολογικό φαινόμενο, με την επίπλαστη πολλές φορές ευθυμία που χαρακτηρίζει την εορταστική περίοδο να λειτουργεί για πολλούς ως μεγεθυντικός φακός για τις «ρωγμές» με τις οποίες είναι αναγκασμένοι να αναμετρούνται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Για ακόμη μια φορά, η πολυπλοκότητα και η ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής έρχονται στο προσκήνιο, οξυμένες υπό την αντίθεση του μανδύα της επιβεβλημένης αίσθησης ευτυχίας με την οποία τυλίγουμε την περίοδο αυτή. Πάμε, λοιπόν, να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στην ιδιαίτερη αυτή συνθήκη, επιβεβαιώνοντας πως ακόμη και στην περίπτωση των πολυαγαπημένων μας Χριστουγέννων τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται…

Πρώτα απ’ όλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδιόμορφη αυτή κατάθλιψη φαίνεται να εδράζεται σε μια -ιδιαίτερη μεν, ξεκάθαρη δε- παθοφυσιολογική βάση, καθώς ο εορτασμός της γέννησης του Σωτήρα συμπίμπτει με την ουσιαστική έναρξη της σκοτεινότερης εκ των τεσσάρων εποχών. Με τις χαμηλές θερμοκρασίες να διατρυπούν το εκτεθειμένο και ευάλωτο στα στοιχεία της φύσης μας σώμα και τον ήλιο να παραχωρεί αρκετά νωρίτερα τη θέση του στη σελήνη, οι σύντομες πλέον χειμερινές μέρες δεν αποτελούν και το πιο ιδανικό πλαίσιο για την εκτόνωση της εορταστικής μας διάθεσης. Ελλείψει του αναγκαίου για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού μας ηλιακού φωτός, το σώμα μας οδηγείται στην αυξημένη παραγωγή μελανίνης, ορμόνης η οποία έχει συνδεθεί με την εμφάνιση υπνηλίας και γενικότερα την επιβράδυνση των σωματικών μας λειτουργιών. Στις κρύες μέρες -οριακά νύχτες- του χειμώνα, το σώμα μας φαίνεται να εκφράζει μια έντονη ανάγκη για ξεκούραση, η οποία συχνά μεταφράζεται σε μια γενικευμένη αίσθηση νωθρότητας, απώλεια συγκέντρωσης, ενδιαφέροντος, συνοδευόμενη και από φυσικά συμπτώματα, όπως έντονους πονοκεφάλους, διαταραχές των επισκέψεών μας στην τουαλέτα και ντροπιαστικών υπό συνθήκες ρινικών εκκρίσεων.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν την εικόνα ενός ατόμου καταπονημένου, ανίκανου να μετέχει στο εορταστικό πνεύμα των ημερών, παρά τις μάταιες προσπάθειες των γύρω του να ξυπνήσουν μέσα του τη μαγεία των Χριστουγέννων. Οι ίδιες, λοιπόν, χειμωνιάτικες μέρες που εμπνέουν το μάζεμα γύρω από το τζάκι, με μια αχνιστή κούπα ζεστής σοκολάτας και τις αγαπημένες χοντρές μας χριστουγεννιάτικες κάλτσες, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουμε τα πιο τραχιά σημεία του χειμώνα, φαίνεται να ενοχοποιούνται για την αποχή από το κλίμα των εορτών για πολλούς εκ των πληγέντων.

Χτίζοντας πάνω σε αυτήν τη σωματική βάση, η περίοδος των εορτών αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω επιβάρυνση της ψυχολογίας του ατόμου, δεδομένου ότι, όπως επιβάλλει διακριτικά η ξεχωριστή θέση της αγίας ελληνικής οικογένειας στη σφαίρα του κοινωνικού γίγνεσθαι, οι ανεπιθύμητες συναντήσεις με τα πιο δύσπεπτα μέλη του ευρύτερου οικογενειακού πλαισίου είναι μάλλον αναπόφευκτες. Το μπαράζ αδιάκριτων ερωτήσεων, σε συνδυασμό με το άγχος της οργάνωσης σε πολλές περιπτώσεις των μοναδικών αυτών συναντήσεων, δεν φαίνεται να συμβάλλει ιδιαίτερα στη βελτίωση της κατάστασης. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο κανείς μπουκώνει το στόμα του με δίπλες και μελομακάρονα προκειμένου να αποφύγει τα αχαρτογράφητα νερά των συζητήσεων με τον θείο που ασχολείται με τα πολιτικά, έχοντας γνώση ότι κάθε τους κίνηση θα σχολιαστεί υπό το καθεστώς συνεχής παρακολούθησης από τους καλοπροαίρετους κατά τα άλλα αδιάκριτους συγγενείς, είναι κάπως δύσκολο να συμμετέχει κανείς με τον ίδιο ενθουσιασμό στις εκάστοτε εορταστικές εκδηλώσεις.

«Τα “holiday blues”, η κατάθλιψη των γιορτών, αποτελεί ένα αξιοσημείωτο ψυχολογικό φαινόμενο, με την επίπλαστη πολλές φορές ευθυμία που χαρακτηρίζει την εορταστική περίοδο να λειτουργεί για πολλούς ως μεγεθυντικός φακός για τις “ρωγμές” με τις οποίες είναι αναγκασμένοι να αναμετρούνται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου»

Στην επέλαση αυτή, ωστόσο, των αγαπημένων μας κριτικών, είμαστε στα αλήθεια υποχρεωμένοι να στεκόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια; Με την ανάδειξη της αξίας της ψυχικής υγείας τα τελευταία χρόνια να μας έχει διδάξει ως έναν βαθμό την αξία των ορίων που οφείλουμε να θέσουμε, προκειμένου να προστατεύσουμε την συναισθηματική μας ευεξία, θα μπορούσε κανείς να τολμήσει να αναζητήσει την εδραίωση των προστατευτικών αυτών μέτρων προς διαφύλαξη της ψυχικής τους ηρεμίας. Η κίνηση αυτή, φυσικά, προϋποθέτει και το θάρρος/θράσος να απαιτήσει κανείς από την παρεμβατική στο όνομα του υγιούς ενδιαφέροντος ελληνικής οικογένειας να εγκαταλείψει το αγαπημένο της σπορ. Η στάση της ελληνικής οικογένειας προς τον συνάνθρωπο συνοψίζεται μάλλον καλύτερα σε μια άτσαλα παραφρασμένη ατάκα του αγαπητού κ. Μπένετ από την Περηφάνεια και Προκατάληψη: «για ποιον λόγο ζούμε, άλλωστε, παρά για να παρέχουμε ψυχαγωγία για τους συγγενείς μας και να γελάμε με τη σειρά μας με τα δικά τους παραστρατήματα;» Η ψυχική μάχη που απαιτείται, λοιπόν, προκειμένου να ανατρέψει κανείς την εντυπωμένη αυτή στη συλλογική συνείδηση αλήθεια, καθιστά την αδράνεια σαφώς προτιμότερη ως πορεία δράσης. Φτάνουμε, συνεπώς, στο σημείο να συνειδητοποιήσουμε ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που θεωρητικά χρωματίζουν ευχάριστα την εορταστική περίοδο αποτελούν μια αφόρητη πηγή πίεσης που εντείνουν την αταίριαστη αυτή φαινομενικά καταθλιπτική διάθεση.

Η κατάσταση φαίνεται να χειροτερεύει ακόμη περισσότερο, όταν αποφασίζει κανείς να απεγκλωβιστεί από τα στενά όρια του ατομικού του μικρόκοσμου και να αντικρίσει την εικόνα στο σύνολό της. Τοποθετώντας κανείς τον εαυτό του ως ψηφίδα στο μωσαϊκό της ευρύτερης πραγματικότητας, φτάνει να συνειδητοποιήσει την ασημαντότητα, τη ματαιότητα των εορταστικών ημερών, τη στιγμή που το σύγχρονο γίγνεσθαι προσφέρει τόσα παραδείγματα τραγωδιών. Από πότε ο Αϊ-Βασίλης αποφασίζει να επιβραβεύσει ένα παιδί με το αγαπημένο του παιχνίδι και ένα άλλο με βόμβες, πείνα και ξεριζωμό; Με ποιο κριτήριο αξιολογεί το εγγενές ποιόν του χαρακτήρα τους και για ποιον λόγο τα παιδιά στέκονται υπόλογα για τις πράξεις τους;

Πώς μπορεί κανείς να απολαύσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι τη στιγμή που άλλοι άνθρωποι πυροβολούνται στην ουρά για τα συσσίτια, να χαρεί τη ζεστασιά που το καλοριφέρ προσφέρει στον στολισμένο δωμάτιο τη στιγμή που στα πρωινά του ψώνια συνάντησε τουλάχιστον καμιά δεκαριά άστεγους μπροστά από τα μεθυσμένα με την απληστία των γιορτών πολυκαταστήματα; Πώς μπορεί κανείς να συγκινείται με τη παραδοσιακή διαφήμιση της Coca-Cola, αλλά να αγνοεί το δράμα των συνανθρώπων του, το οποίο συχνά οι ίδιες εταιρίες εκμεταλλεύονται προκειμένου να εξασφαλίσουν το κέρδος της αγοράς βασισμένης στα δάκρυα της πρόσκαιρης συγκίνησης; Στο παλίμψηστο της ανθρώπινης ζωής γράφονται καθημερινά αμέτρητες ιστορίες και η υποκρισία της απόλαυσης των αγαθών που προσφέρονται στη δική μας αφαιρεί από τη συνείδησή μας το δικαίωμα να μετέχει στην ευτυχία των «γιορτινών» ημερών.

Απ’ όλα τα παραπάνω, λοιπόν, νομίζω είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα την αντιφατική φαινομενικά συνθήκη. Η κατάθλιψη των γιορτών δεν προκύπτει από την αδυναμία μας να συμμεριστούμε το ενωτικό αυτό κλίμα, τη γενικευμένη ευτυχία που καθιστά τα Χριστούγεννα την αγαπημένη γιορτή μικρών και μεγάλων. Αντιθέτως, η καταθλιπτική αυτή στάση μάλλον απορρέει από τον ίδιο παιδικό ενθουσιασμό που ενέπνεε καταρχάς αυτή την οπτιμιστική θέαση των πραγμάτων, ο οποίος πλέον και ωρίμασε σε μια ρεαλιστική, μα συμπονετική οπτική. Το αστέρι της Βηθλεέμ, πέρα από στολίδι στην κορυφή του δένδρου μας, λειτουργεί πλέον ως παραμορφωμένο πρίσμα, υπό το οποίο φτάνουμε σε μια βαθύτερη αξιολόγηση της στάσης μας, όχι μόνο απέναντι στη γιορτινή περίοδο, αλλά και συνολικά προς τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως ακόμη και στο πολύβουο συνονθύλευμα από στολίδια, δώρα, συγγενείς, κάλαντα, μικρούς τυμπανιστές και κουραμπιέδες, η φωνή της συνείδησής μας θα ηχεί εντονότερα, θυμίζοντάς μας την αληθινή αξία της Γέννησης, ως απαρχή του ταξιδιού τόσο του Θεανθρώπου όσο και του δικού μας προς την αληθινή ανθρωπιά…

* Η Κατερίνα Μανάδη γεννήθηκε το 2005 στις Σέρρες, όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Σερρών, ενώ από το 2023 φοιτεί στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μουσική, παρακολουθώντας μαθήματα φωνητικής και χορωδίας, την ανάγνωση βιβλίων, την αρθρογραφία και τη συγγραφή διηγημάτων και θεατρικών έργων, όπως και με την ιατρική έρευνα. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά.

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.72, Δεκέμβριος 2025)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.