Πώς είναι σήμερα η κατασκήνωση του ΠΙΚΠΑ στη Χρυσοπηγή;

Ένα φουλ νοσταλγικό άρθρο και μια περιήγηση σε έναν χώρο που σήμαινε πολλά σε εκατοντάδες Σερραίους

Κείμενο-φωτογραφίες: Χρυσάνθη Ιακώβου

Ως Σερραία κι εγώ, έκανα το καθιερωμένο πέρασμα μου από την κατασκήνωση του ΠΙΚΠΑ στη Χρυσοπηγή –δύο φορές μάλιστα– στη δεκαετία του ’90. Από τότε, μαζί με τις τέλειες αναμνήσεις που έχω, με συντροφεύει ανεξίτηλα η μυρωδιά του πεύκου: δεν υπάρχει περίπτωση να μυρίσω πεύκο και να μη μου έρθει στο μυαλό η κατασκήνωση. Το άλλο που μου έχει μείνει χαραγμένο στο μυαλό είναι ο μακρύς διάδρομος για να φτάσεις από τον δρόμο στην πύλη της κατασκήνωσης. Θυμάμαι να κοιτώ τους γονείς μου να ξεμακραίνουν την πρώτη μέρα που έμεινα εκεί – και έκτοτε κάθε φορά που περνώ από μπροστά για να πάω βόλτα στον Λαϊλιά γυρνώ και κοιτώ τον ατελείωτο διάδρομο και η νοσταλγία μου χτυπάει κόκκινο.

Οι μνήμες ολοζώντανες, σαν να είναι χθεσινές, όμως δεν έτυχε ποτέ να ξαναπάω – μέχρι πρόσφατα! Μια εκδρομή που κανονίστηκε στα βιαστικά με οδήγησε τυχαία προς τα εκεί και βρέθηκα να κοιτώ και πάλι τον χαρακτηριστικό διάδρομο μέσα από τη σιδερένια πόρτα. Αυτήν τη φορά όμως έκανα και το μεγάλο βήμα. Και μπήκα μέσα.

Όσο διέσχιζα τον διάδρομο, με έπιασε ταχυπαλμία: οι μυρωδιές, η φύση, η θέα της κατασκήνωσης που πλησίαζε ολοένα και πιο πολύ. Όταν βρέθηκα πια μέσα αυτό ήταν, η οικειότητα και η ασφάλεια των όμορφων αναμνήσεων με τύλιξε, όλα ήταν γνώριμα, συγκινητικά και ακριβώς όπως τα θυμόμουν.

Γύρισα δεξιά και κοίταξα τον θάλαμο όπου κοιμόμουν. Δεν ήθελα όμως ακόμα να πάω εκεί, ήθελα να φυλάξω το καλό για το τέλος. Διέσχισα τον ανοιχτό χώρο της κατασκήνωσης –πνιγμένος στα χόρτα, αλλά δίχως ίχνος σκουπιδιού– και έφτασα απέναντι μέχρι την τραπεζαρία. Το τζάμι της πόρτας έχει τρεις μεγάλες τρύπες και σκύβω να κοιτάξω. Τραπέζια και πάγκοι τραβηγμένα στο βάθος, ένας κισσός έχει απλωθεί στο πάτωμα, ένα μεγάλο ταμπλό με παιδικές ζωγραφιές που έχουν μείνει αναρτημένες εκεί, ποιος ξέρει από ποια χρονιά. Με έκπληξη διαπιστώνω πως η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή: μπαίνω μέσα και βλέπω πάνω στους πάγκους πλαστελίνες, χαρτιά για χειροτεχνίες και άλλα πράγματα για παιδικές δραστηριότητες που δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν.

Από πίσω το έδαφος κατηφορίζει. Ψάχνω να βρω μια σιδερένια αμφιθεατρική κατασκευή που είχε εκεί, όπου καθόμουν και άραζα τα απογεύματα. Ναι, είναι εκεί! Παραδίπλα ένα δωμάτιο προσωπικού. Από το σπασμένο τζάμι της πόρτας βλέπω πως όλα είναι κάπως τακτοποιημένα, αλλά και απίστευτα βρώμικα. Σε ένα σημείο μια μαύρη γαλότσα – αναρωτιέμαι πού να βρίσκεται το ζευγάρι της.

Πιο δίπλα οι τουαλέτες και οι ντουζιέρες. Νεροχύτες –αρκετοί σπασμένοι και λερωμένοι–, βρύσες και καθρέφτες, όλα υπαίθρια. Πλησιάζω και κοιτάζομαι. Το τζάμι του καθρέφτη θαμπό, σαν το είδωλό μου, που τόσο άλλαξε από την τελευταία φορά που κοιτάχτηκα εκεί.

Ανηφορίζω, περνώ δίπλα από το γραφείο διοίκησης και ετοιμάζομαι πλέον να ανεβώ στον υπερυψωμένο χώρο με τους κοιτώνες. Τα πέτρινα σκαλοπάτια χορταριασμένα, σε ένα σημείο χαλασμένα, αλλά μεγαλειωδώς καλυμμένα από τα κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα. Ο πρώτος θάλαμος στα αριστερά θυμάμαι πως φιλοξενούσε κορίτσια από τις πρώην σοβιετικές χώρες. Είχα γνωρίσει τότε μια Ρωσίδα και μια Ουκρανή – με τη δεύτερη μάλιστα είχα διατηρήσει για πάρα πολύ καιρό αλληλογραφία στα αγγλικά! Τα τελευταία χρόνια θέλησα πολλές φορές να την ψάξω στο Facebook, αλλά δεν θυμάμαι το επίθετό της.

Απέναντι ο δεύτερος θάλαμος και στα δεξιά ο τρίτος. Κατευθύνομαι προς τα εκεί. Θυμάμαι πεντακάθαρα ότι κοιμόμουν στον τελευταίο κοιτώνα, στο δεύτερο από τα δεξιά διώροφο κρεβάτι –στο επάνω φυσικά– και από πίσω μου είχα παράθυρο, που μου δημιουργούσε μια ωραία αίσθηση όταν έπεφτα για ύπνο. Όλοι οι κοιτώνες ήταν κλειστοί, αλλά μπορούσα να δω μέσα, από τα παράθυρα και τα σπασμένα τζάμια, τα παρατημένα κρεβάτια, τα στρώματα, τις ντουλάπες, κάποια ονόματα με μαρκαδόρο στο ταβάνι. Κάποιο παιδί έγραψε «Μάριος, 2004»: αυτή η χρονιά, πιο πρόσφατη από αυτήν που είχα πάει εγώ, με έκανε να νιώσω ακόμα πιο μεγάλη. Στέκομαι μπροστά στον θάλαμο μου για μια σέλφι και παραξενεύομαι πολύ όταν βλέπω στη φωτογραφία ότι η ρίζα των μαλλιών μου, που θέλει βάψιμο, είναι κάπως άσπρη. Μου φαίνεται αφύσικο να βρίσκομαι εκεί και να μην είμαι δώδεκα χρονών.

Κάθε μέρα μετά το πρωινό συγκεντρωνόμασταν στους θαλάμους, όπου ετοιμάζαμε διάφορα σκετς μαζί με τις ομαδάρχισσές μας. Έξω πάλι, σε όλον τον υπερυψωμένο χώρο μπροστά από τους κοιτώνες, ετοιμάζαμε τα σκετς μας για την τελική γιορτή πριν τη λήξη, όπου έρχονταν και οι γονείς μας. Θυμάμαι σαν όνειρο να προβάρω τα δικά μου και να συμμετέχω μετά στη γιορτή.

Κατεβαίνω τα σκαλιά, βαδίζω μέσα στη γλυκιά φθινοπωρινή πανδαισία και τα χόρτα που έχουν κατακλύσει τα πάντα και βλέπω το ιατρείο απέναντι και τη μικρή παιδική χαρά. Οι κούνιες και οι τσουλήθρες έχουν παλιώσει, δείχνουν κι αυτές με τον δικό τους τρόπο το οριστικό τέλος της παιδικής ηλικίας.

Σε αυτό το σημείο περίπου και κοιτώντας τα παγκάκια κατά μήκος του φράχτη μελαγχολώ λίγο. Οι συζητήσεις που έγιναν σε εκείνα τα παγκάκια πέρασαν ανεπιστρεπτί και η πνιγμένη στα χόρτα κατασκήνωση μού μοιάζει πλέον χαμένη μέσα στον χρόνο. Το τωρινό φθινοπωρινό τοπίο έρχεται κόντρα στις ηλιόλουστες μέρες του Αυγούστου που ζήσαμε τότε εκεί κι αυτή η μουντάδα της φύσης λίγο πριν έρθει ο χειμώνας είναι σαν να θέλει να μου θυμίσει πως ένας κύκλος έκλεισε, πως ένας άλλος ανοίγει.

Διασχίζω και πάλι την πύλη και ξεκινώ να βαδίζω στον μεγάλο διάδρομο για την επιστροφή, με άλλα συναισθήματα αυτήν τη φορά.

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.59, Απρίλιος 2022

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.