Πλανητάροι και Χρυσαφεντάδες, της Μαρίας Ζερβάκη

Από τα πολύ παλιά τα χρόνια, όταν οι άνθρωποι συνάζονταν γύρω από τη φωτιά τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, λέγανε ιστορίες για Καλικάντζαρους. Με ονόματα λογιών λογιών, καταπώς τους φωνάζουν σε κάθε τόπο: Καλλισπούδηδες, Καήδες, Κατουρλήδες, Βουρβούλακες, Καρκάντζολους, Λυκοκάντζαρους, Μαντρακούκηδες, Ξωτικά, Κωλοβελόνηδες, Σταχτιάδες, Παγανά, Κακανθρωπίσματα, Πλανητάροι, Χρυσαφεντάδες και μύρια άλλα.

Αυτοί, λοιπόν, ολοχρονίς του χρόνου πολεμάνε να κόψουνε το μεγάλο δεντρό που βαστάει τη Γη. Με τα πριγιόνια τους, κάτι ψιλούτσικα σύρματα και τρίχες από τ’ αλόγου την ουρά. Κι ως είναι έτοιμο να πέσει το δεντρό, φτάνουνε Χριστούγεννα. Ε, τότε, παρατάνε τα πριγιόνια τους κι ανεβαίνουνε στον απάνω κόσμο. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

Και να που φτάσανε πάλι Χριστούγεννα. Και οι Καλικάντζαροι αλωνίζουν στη Γη, σε όοοοολη τη Γη. Με τα μακριά τους χέρια, τα ξανθά τους μαλλιά με την αλογίσια χαίτη (είναι οι Πλανητάροι). Κι οι άλλοι με τα ψηλά κανιά τους που καβαλικεύουν καυκάσια αλόγατα και τρώνε με χρυσά κουτάλια και μαγαρίζουν τα φαγιά των άλλων (ας τους πούμε Χρυσαφεντάδες). Κι είναι και κάτι μαυριδεροί, με σκουφί κεντημένο στο κεφάλι που μπαίνουνε στα σπίτια των κατατρεγμένων και τους βγάνουνε όξω (ας τους πούμε Κακανθρωπίσματα).

Κι είναι και κάτι Καλικάντζαροι, μικρότεροι απ’ όλους στο μπόι, που καβαλούν έναν πετεινό και τα πόδια τους φτάνουνε κάτω κι αν πουν να ανέβουν σε γαϊδάρου ή αλόγου τη ράχη και πέσουν δεν ημπορούν ύστερα να ματανέβουν. Ετούτοι εδώ οι τελευταίοι βάλετε τώρα με τον νου σας ποιοι είναι και δώστε τους το όνομα που είναι το πρεπό τους.

Δεν κινδυνεύουν τα παιδιά μας από τα παγανά των παραμυθιών. Τους άλλους τους σκαλκάντζαρους να φοβάστε. Τους ατσαλάκωτους, με τα πολλά προσωπεία

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, που λέτε, δεν αφήνουν να κάνουμε ήσυχα Χριστούγεννα. Κι όχι μόνο γιορτές, μας τυραννούν καθημερνές και σκόλες. Κάνουνε τόσο σαματά που αναπαμό δεν έχουν. Με τις αγριοφωνάρες τους και τις ζαβολιές τους. Όλα δικά τους τα θέλουν. Γυρεύουνε να φάνε τη Γη με το κουτάλι και πάλι δεν τους φτάνει.

Κι είναι και μερικοί δικοί μας Καλικάντζαροι που απεχθάνονται τους άλλους, των λαϊκών παραδόσεων και των παραμυθιών. Εκείνα τα ασουλούπωτα πλάσματα που έπλασε η φαντασία των παλιών, για να νουθετούν ή και να φοβερίζουν τα παιδιά τους να φυλάγονται από το κακό, αλλά και για να παρηγορούν και να διασκεδάζουν. Δεν είναι πράματα του Θεού αυτά να λες ιστορίες με παγανά χρονιάρες μέρες, σου λένε.

Όμως ο παραμυθάς ευθύς εξαρχής είναι ειλικρινής μαζί σου. Θα σε πάρει από το χέρι και θα πει: «ελάτε να πούμε ψέματα» κι ύστερα πάλι θα σε επαναφέρει ομαλά στην πραγματικότητα: «ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια».

Δεν κινδυνεύουν τα παιδιά μας από τα παγανά των παραμυθιών. Τους άλλους τους σκαλκάντζαρους να φοβάστε. Τους ατσαλάκωτους, με τα πολλά προσωπεία. Μασκαρεμένοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Μην πάμε πολύ μακριά, στις Αμερικές, στις Ρωσίες, στα Ισραήλ. Ας κοιτάξουμε στον δικό μας τον τόπο. Στα «κρεοπωλεία», στις «καφετέριες», στα αμάξια με τα πολλά «τ’ αλόγατα» που χλιμιντρίζουν αυτάρεσκα και φοβιστικά, στα πρόβατα που ξεχειλίζουν και δεν τα βάζει η στεριά, και πέφτουν και στη θάλασσα μέσα. Ας δούμε στα μπαζώματα και στα κουκουλώματα. Ας είναι. Άγιες μέρες έρχονται.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι Καλικάντζαροι…

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.72, Δεκέμβριος 2025)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.