Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα μοιάζει σταυρωμένη εδώ και χρόνια. Ταλαιπωρημένη, ματωμένη, προδομένη από εκείνους που έπρεπε να την προστατεύουν, αναζητά κι αυτή τη δική της Ανάσταση. Όπως οι κοινωνίες που δοκιμάζονται μέσα στις δίνες της ιστορίας, έτσι και η δική μας πορεύεται μέσα σε έναν φαύλο κύκλο αδικίας, διαφθοράς και ανισότητας.
Και το ερώτημα που γεννάται δεν είναι άλλο από το: θα υπάρξει και για εμάς Ανάσταση;
Η ιστορία μάς δίδαξε πως καμία σταύρωση δεν κρατά για πάντα. Όπως το φως διαλύει το σκοτάδι της νύχτας, έτσι και η αλήθεια αργά ή γρήγορα νικά το ψέμα. Στην πόλη μας, στην Ελλάδα, η κοινωνία μοιάζει καθηλωμένη στον δικό της Γολγοθά: φτώχεια, ατιμωρησία, απαξίωση του πολίτη, λόγια πολλά αλλά έργα μηδαμινά. Η αδικία έγινε καθημερινότητα. Η διαφθορά, τρόπος ζωής. Οι νέοι φεύγουν, οι ηλικιωμένοι μένουν πίσω με μια μόνιμη προσμονή: μήπως αλλάξει κάτι.
Οι εποχές αλλάζουν, τα πρόσωπα εναλλάσσονται, αλλά η αίσθηση της στασιμότητας παραμένει. Οι άνθρωποι κουράστηκαν να ελπίζουν, να περιμένουν έναν «σωτήρα» που ποτέ δεν έρχεται (μήπως δεν είναι καιρός για τέτοια αναμονή; – διερωτώμαι). Κι όμως, η λύτρωση δεν βρίσκεται στις μεγάλες υποσχέσεις, ούτε στις ξένες και μη δυνάμεις που παρουσιάζονται ως «σωτήρες». Βρίσκεται στη φωνή του λαού, στη συλλογική αφύπνιση, στη διεκδίκηση του αυτονόητου. (Ένα τέτοιο μήνυμα δόθηκε σθεναρά στις 28 του Φλεβάρη).
Τα σκάνδαλα καλύπτουν το ένα το άλλο, η αλήθεια ξεθωριάζει μέσα σε λέξεις που χάνουν το νόημά τους και η δικαιοσύνη μοιάζει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω από εκείνους που την εμπαίζουν.
Η άνοιξη πάντα κουβαλά μαζί της την προσδοκία μιας αναγέννησης. Τα δέντρα ανθίζουν, τα ποτάμια κυλούν πιο ζωηρά, ο ουρανός καθαρίζει από τα βαριά σύννεφα του χειμώνα. Κι όμως, οι κοινωνίες δεν αλλάζουν μόνες τους, αν οι άνθρωποι δεν επιλέξουν να σηκωθούν από την τέφρα τους. Το Πάσχα, πέρα από κάθε θρησκευτική αναφορά, είναι η υπενθύμιση πως κάθε τέλος μπορεί να γίνει αρχή. Πως κάθε νύχτα έχει μια αυγή.
Σήμερα, η κοινωνία μας βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν διαρκή χειμώνα. Τα σκάνδαλα καλύπτουν το ένα το άλλο, η αλήθεια ξεθωριάζει μέσα σε λέξεις που χάνουν το νόημά τους και η δικαιοσύνη μοιάζει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω από εκείνους που την εμπαίζουν. Όμως, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, υπάρχουν σπίθες φωτός. Υπάρχουν εκείνοι που δεν σιωπούν, που δεν αποδέχονται την αδικία σαν μια αναπόφευκτη μοίρα. Είναι αυτοί που γράφουν την Ιστορία, αυτοί που σηκώνουν το ανάστημά τους και απαιτούν αλλαγή (είμαστε εμείς).
Η δικαιοσύνη δεν είναι μια έννοια αφηρημένη. Δεν είναι μια λέξη σε νομικά κείμενα ή μια ιδέα που χρησιμοποιείται επιλεκτικά. Είναι ο θεμέλιος λίθος μιας κοινωνίας που σέβεται τον εαυτό της. Όταν η δικαιοσύνη πεθαίνει, πεθαίνει μαζί της και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτό, το κάλεσμα για την Ανάσταση της Δικαιοσύνης δεν είναι απλώς ένα ρητορικό σχήμα. Είναι η επιτακτική ανάγκη της εποχής μας. Είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί, όχι αύριο, αλλά σήμερα.
Διότι η άνοιξη δεν είναι απλώς η εναλλαγή των εποχών. Είναι η ρωγμή στο σκοτάδι, το αγκάθι που γίνεται άνθος, η σιωπή που σπάει σε κραυγή. Δεν θα έρθει από μόνη της. Θα τη φέρουμε εμείς, όπως το φως που ανοίγει δρόμο μέσα από τις χαραμάδες της νύχτας, όπως ο σπόρος που σκίζει το χώμα για να γίνει στάχυ.
Και τότε, όπως θα μπορούσε να είχε γράψει κάποτε και ο Ρίτσος:
«Ήρθε η ώρα να πούμε το ψωμί, ψωμί, τη γη, γη.
Και τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνη».
Ένα κείμενο αφιερωμένο σε όλο τον ελληνικό λαό.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.69, Απρίλιος 2025)