Της Χρυσάνθης Ιακώβου
Οι Σέρρες επίπεδη πόλη είναι, απλωμένη, με τα μεγάλα της πεζοδρόμια και τους φαρδιούς της δρόμους, ράμπες έχει (σχεδόν) παντού, πεζόδρομους στο κέντρο, θα έλεγε κανείς ότι είναι μια εύκολη πόλη στη μετακίνηση, ακόμα κι αν έχεις καρότσι με μωρό, ακόμα κι αν βρίσκεσαι σε αμαξίδιο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; ΟΧΙ.
Ένα πρωινό του Ιούλη βρέθηκα με τον Γιάννη, τον Άγγελο και τον Βέργο. Αυτοί με τα μηχανοκίνητα αμαξίδιά τους, εγώ πεζή, αποφασίζουμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Θέλω να δω πώς είναι να μετακινείται κανείς με αμαξίδιο στις Σέρρες και πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα σε σχέση με έναν πεζό. Πόσες κακοτεχνίες του δρόμου φαίνονται ασήμαντες για εμάς αλλά είναι πραγματικά εμπόδια για όποιον βρίσκεται σε αμαξίδιο;
Συναντιόμαστε στην Παναγή Τσαλδάρη και από εκεί κατηφορίζουμε για Βενιζέλου, ένας μεγάλος κεντρικός δρόμος, με πολλά εμπορικά καταστήματα και μια δημόσια υπηρεσία, τη ΔΕΥΑΣ. Ήδη στην πρώτη διασταύρωση η διάβαση είναι πλακόστρωτη, με αυτές τις μικρές τετράγωνες πέτρες που υπάρχουν σε πολλά σημεία στην πόλη. Σχολιάζω πως δεν πρέπει να είναι καθόλου άνετες όταν τις διασχίζεις με αμαξίδιο και ο Γιάννης συμφωνεί. Ο οδηγός του διερχόμενου αυτοκινήτου μάς περιμένει να περάσουμε. «Τουλάχιστον οι οδηγοί σταματάνε πλέον στις διαβάσεις» λέω, «Ναι, οι περισσότεροι σταματούν» μου απαντά.
Φτάνουμε στην επόμενη διασταύρωση. «Αυτή εδώ η ράμπα είναι απαράδεκτη» μου λέει ο Γιάννης. Για μένα που κινούμαι με τα πόδια η ράμπα φαίνεται μια χαρά, οπότε ρωτώ με γνήσια απορία «Γιατί;». «Η κλίση είναι πολύ απότομη, ειδικά στο κατέβασμα».
Θυμάμαι επίσης όλες εκείνες τις ράμπες της πόλης που από μπροστά έχουν λακκούβα, με αποτέλεσμα να πρέπει να περάσεις μέσα από το νερό τις μέρες που βρέχει. «Ναι, σε πολλές ράμπες υπάρχουν λακκούβες, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Το χειρότερο είναι ότι πολλές ράμπες έχουν σκαλοπατάκι». Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να κατασκευάζεται μια ράμπα χωρίς να έχει ομαλή μετάβαση στην άσφαλτο. Υπάρχουν όντως πάρα πολλές τέτοιες στην πόλη.
Καθώς διασχίζουμε τα πεζοδρόμια, συναντάμε ποδήλατα αφημένα σε διάφορα σημεία ή αυτοκίνητα που έχουν σκαρφαλώσει επάνω. «Τα οχήματα αυτά αποτελούν πρόβλημα;» ρωτώ τον Γιάννη. «Ναι, αλλά όχι τόσο στους κεντρικούς δρόμους. Στις γειτονιές είναι πιο έντονο αυτό το πρόβλημα».
Περιμένουμε στο φανάρι, έχουμε φτάσει στο ύψος του σούπερ μάρκετ. «Μέχρι το 2010 να φανταστείς ότι η Βενιζέλου δεν είχε καθόλου ράμπες, ούτε μία». «Μπορεί να μετακινηθεί κάποιος με αμαξίδιο αν δεν υπάρχει ράμπα;». «Όχι. Αλλά, όπως θα δεις παρακάτω, ούτε με τις ράμπες που υπάρχουν δεν μπορεί».
Συνεχίζουμε. Το πεζοδρόμιο είναι υπερβολικά κακοφτιαγμένο, σε πολλά σημεία δεν έχει πλάκες, αλλά τσιμέντο, το οποίο μάλιστα είναι γεμάτο μπαλώματα δημιουργώντας μια εντελώς ανώμαλη επιφάνεια. «Αυτό εδώ είναι πολύ επικίνδυνο για τα αμαξίδια, μπορεί να τους προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Ένας φίλος μας έπαθε πρόσφατα ζημιά, χάλασε η μπαταρία». «Για τι ζημιά μιλάμε;». «Γύρω στα 400 ευρώ».
Πλησιάζουμε σε άλλη διάβαση, ο Γιάννης, ο Άγγελος και ο Βέργος περνούν πολύ προσεκτικά και αργά. «Η κλίση της ράμπας εδώ είναι απαράδεκτη. Είναι πάρα πολύ απότομη. Και είναι επικίνδυνη για εμάς, γιατί ο δρόμος εδώ έχει πολλή κίνηση». Ο Βέργος ζητά τη βοήθειά μου για να κατεβεί, κρατάω από πίσω το αμαξίδιό του για παν ενδεχόμενο. «Αν πήγαινα πιο γρήγορα εδώ, θα είχα φύγει με φόρα με τέτοια κλίση που έχει η ράμπα».
Και οι τρεις προχωρούν με μεγάλη προσοχή. Οι ράμπες που δεν είναι σωστά κατασκευασμένες σε συνδυασμό με τα κακοφτιαγμένα πεζοδρόμια δημιουργούν μια διόλου εύκολη διαδρομή. «Εγώ πρώτη φορά έρχομαι εδώ» παραδέχεται ο Βέργος. «Και να φανταστεί κανείς ότι πρόκειται για κεντρικό δρόμο, που έχει και μια δημόσια υπηρεσία. Όχι βέβαια πως οι άλλοι κεντρικοί δρόμοι είναι καλύτεροι. Και η Μεραρχίας από τα δικαστήρια και μετά ακριβώς έτσι είναι» λέει ο Γιάννης.
Σε κάποιο σημείο το πεζοδρόμιο είναι πραγματικά χάλια. Δεν είναι ίσιο, υπάρχει ένα ανηφορικό μπάλωμα με τσιμέντο το οποίο είναι θρυμματισμένο. Ο μόνος τρόπος για να περάσει κάποιος είναι να κατεβεί στον δρόμο. Ο Γιάννης κατεβαίνει και προπορεύεται, εγώ βοηθώ τον Άγγελο και τον Βέργο να προχωρήσουν κρατώντας τα αμαξίδιά τους από πίσω.
Όταν πλέον φτάνουμε στη ΔΕΥΑΣ μού λένε πως δεν μπορούν να συνεχίσουν παρακάτω, οι ράμπες και τα πεζοδρόμια είναι ακόμα πιο χάλια. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω και να ανεβούμε τη Βενιζέλου από την αριστερή πλευρά. Η αριστερή πλευρά ωστόσο μου εξηγούν πως είναι χειρότερη από τη δεξιά, έτσι ο Βέργος και ο Άγγελος δεν τολμούν καν να περάσουν απέναντι, συνεχίζω μόνο με τον Γιάννη πλέον.
Το να περάσουμε όμως από την άλλη πλευρά του δρόμου αποδεικνύεται πως δεν είναι και τόσο εύκολο. Κοιτώ απέναντι – σε εκείνο το ύψος που βρισκόμαστε δεν υπάρχει καν πεζοδρόμιο. Εκτός αυτού, πρέπει να βρούμε ράμπα και διάβαση για να περάσουμε τον δρόμο με ασφάλεια. Συνεχίζουμε από τα δεξιά μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σημείο. Μέχρι να το βρούμε τελικά έχουμε διανύσει πάνω από πενήντα μέτρα.
Τα πράγματα είναι όντως πιο δύσκολα απέναντι. Σε κάποιο σημείο μάλιστα ο Γιάννης κατεβαίνει μια ράμπα με την όπισθεν και για πρώτη φορά ζητά τη βοήθειά μου, να κρατήσω κόντρα στο αμαξίδιο. Λίγο πιο πάνω το ίδιο, πρέπει να δώσω μια μικρή ώθηση για να ανεβεί τη ράμπα με ασφάλεια.
Έχω κατεβεί και ανεβεί άπειρες φορές τη Βενιζέλου στη ζωή μου, ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα αντιληφθεί πόσο κακοφτιαγμένη είναι. Ένιωσα αμηχανία στη σκέψη πως μια κακοτεχνία στην οποία οι περισσότεροι πεζοί δεν δίνουμε καν σημασία μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για αυτόν που κινείται με αμαξίδιο ή έστω να τον δυσκολέψει τρομερά.
Ο Γιάννης μού εξηγεί πως τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στις λιγότερο κεντρικές οδούς, όπως στη Ραιδεστού, στην Παύλου Μελά, στην 29ης Ιουνίου, στη Βασιλέως Βασιλείου, στη Ν. Πλαστήρα, στην Κομνηνών, στις καθέτους μεταξύ Εθνικής Αντιστάσεως και Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Για να μη μιλήσω για την κατάσταση στις γειτονιές. Αν τα κεντρικά σημεία της πόλης έχουν τόσα προβλήματα, φαντάσου τι γίνεται στα υπόλοιπα». Σκέφτομαι πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για κάποιον να μένει σε γειτονιά με έντονα προβλήματα και πόσες δυσκολίες συναντά κάθε φορά που θέλει να βγει από το σπίτι του.
«Τι μπορεί να γίνει, Γιάννη; Μπορούν να αντικατασταθούν όλες οι προβληματικές ράμπες;». «Κανονικά ναι, πρέπει να ξαναφτιαχτούν οι κακοκατασκευασμένες ράμπες ή έστω να συντηρηθούν. Επίσης, κάποια σημεία στον δρόμο και στα πεζοδρόμια διορθώνονται με λίγο τσιμέντο. Εδώ και μήνες όμως δεν έχει γίνει κανένα απολύτως έργο, καμία επιδιόρθωση και καμία συντήρηση». Μου εξηγεί επίσης πως ο ΣΚΑΣΕ, ο Σύλλογος Κινητικά Ανάπηρων Ν. Σερρών, έχει καταθέσει προτάσεις προς τον Δήμο για τα έργα που θα πρέπει να γίνουν ώστε να διευκολυνθεί η μετακίνηση αυτών που κινούνται με αμαξίδιο. «Μεταξύ άλλων έχουμε προτείνει να δημιουργηθούν κάποιες διαδρομές που θα ενώνουν σημαντικά σημεία της πόλης, στα οποία η μετακίνησή μας να γίνεται χωρίς καθόλου εμπόδια, για παράδειγμα Λαϊκή αγορά-Δημαρχείο, ΔΙΠΑΕ-Δημαρχείο, ΔΕΗ-Δημαρχείο».
Έχουμε αφήσει εδώ και ώρα πίσω μας τη Βενιζέλου και κατευθυνόμαστε προς το ΙΚΑ. Το ΙΚΑ είναι κτίριο υψηλής χρήσης για όσους έχουν κινητικά προβλήματα, καθώς εκεί βρίσκονται οι επιτροπές των ΚΕΠΑ και εκεί πρέπει να πάει κάποιος για να περάσει αξιολόγηση.
Θα θεωρούσε κανείς αυτονόητο ότι ένα κτίριο που πρέπει να το επισκεφτούν άνθρωποι με κινητικά προβλήματα θα ήταν εύκολα προσβάσιμο, αλλά τελικά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Καθώς το πλησιάζουμε ανηφορίζοντας από την Εθνικής Αντίστασης, ο Γιάννης μού εξηγεί ότι πρέπει να πάμε στην πίσω είσοδο, εκεί είναι οι επιτροπές. Τον βλέπω με έκπληξη να κατεβαίνει στον δρόμο – το πεζοδρόμιο είναι ακατάλληλο για να το διασχίσει. Φτάνουμε από πίσω και τον ακούω να λέει: «Και τώρα πρέπει να βρω ένα σημείο για να ανέβω στο πεζοδρόμιο». Η ράμπα που υπάρχει μπροστά στην είσοδο έχει κλείσει από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Όσο ο Γιάννης απομακρύνεται ψάχνοντας τρόπο να ανεβεί στο πεζοδρόμιο, κοιτώ το κτίριο. Ο αύλειος χώρος είναι υπερβολικά στενός και υπάρχουν σκαλιά – έχει τοποθετηθεί εκεί μια μεταλλική ράμπα με μεγάλη κλίση. Ακόμα κι όταν καταφέρεις να ανεβείς επάνω όμως, ο χώρος είναι υπερβολικά στενός για να κινηθείς. Προσπαθώ να φανταστώ με ποιον τρόπο καταφέρνει να μπει κάποιος σε αυτό το κτίριο χωρίς βοήθεια.
Αποχωριζόμαστε με τον Γιάννη και συνεχίζω τον δρόμο μου. Κοιτώ διαρκώς κάτω, βλέπω την κατάσταση των πεζοδρομίων, το οδόστρωμα στις διαβάσεις, τις ράμπες, πού υπάρχουν κακοτεχνίες, πού λακκούβες. Αναρωτιέμαι συνεχώς: από εδώ θα μπορούσε να περάσει κάποιος με κινητικά προβλήματα, με αμαξίδιο; Πόσο δύσκολο είναι για κάποιους αυτό που για άλλους είναι αυτονόητο; Πόσο δύσκολο είναι για όποιον έχει αμαξίδιο να πάρει την απόφαση να βγει από το σπίτι, να τελειώσει τις δουλειές του, να πάει σε δημόσιες υπηρεσίες, σε εμπορικά καταστήματα, σε καφέ;
Καταλήγω στο συμπέρασμα πως το πρόβλημα τελικά δεν είναι αν χρησιμοποιείς αμαξίδιο ή όχι. Το πρόβλημα είναι η πόλη, η πόλη με τις κακοτεχνίες της, με την αδιαφορία της, με τη σκληρότητα που έχει στο να ξεχωρίζει τους ίδιους της τους πολίτες.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.66, Ιούλιος 2024)