Μια θλιμμένη βόλτα στην πάλαι ποτέ πιο κεφάτη οδό των Σερρών
Κείμενο-φώτο: Χρυσάνθη Ιακώβου
Προς την Εθνικής Αντίστασης δεν ανεβαίνω πλέον συχνά. Κάθε φορά όμως που πηγαίνω προς τα εκεί κοιτάζω γύρω μου με περιέργεια και νοσταλγία συνάμα. Θέλω να δω τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο. Όντως, κάθε φορά κάτι έχει αλλάξει: τα κλειστά μαγαζιά, τα οποία συνεχώς πληθαίνουν.
Ένα ήσυχο μεσημέρι Παρασκευής, με έναν λαμπρό ήλιο που τολμώ να πω πως δεν ταίριαζε καθόλου στην εγκατάλειψη του άλλοτε ολοζώντανου δρόμου, έφτασα στον Άγιο Αντώνιο και ξεκίνησα να κατηφορίζω. Πρώτο πρώτο το Rock Bar, ένα από τα γνωστά ροκάδικα της πόλης (το λιγότερο σκληροπυρηνικό), κλειστό εδώ και πολλά χρόνια. Απέναντι στο στενό βρισκόταν κάποτε και το Irish, με το τζάκι και την ξύλινη αισθητική του, που τώρα πλέον έχει γκρεμιστεί και κάτι άλλο χτίζεται στη θέση του. Απέναντι και λίγο πιο κάτω κι άλλο ροκάδικο, το Cuervo, με άλλο όνομα πλέον. Σκέφτομαι πως όχι μόνο δεν υπάρχουν πια τα συγκεκριμένα μαγαζιά, αλλά δεν υπάρχουν καν ροκάδικα στην πόλη μας αυτή τη στιγμή – ενδεικτικό και αυτό του πόσο έχουν λιγοστέψει οι επιλογές μας στη διασκέδαση σε σχέση με το παρελθόν.
Στο κλειστό εδώ και πολλά χρόνια (πριν καν αρχίσει η πτώση της Εθνικής Αντίστασης) Άσιντ Χολ είχα κάνει πριν καμιά εικοσαριά χρόνια αλλαγή χρόνου. Η ανάμνηση έχει παραμείνει ξεθωριασμένη σαν την πρόσοψη του μαγαζιού. Απέναντι βρισκόταν το θρυλικό Cinema, που μας εισήγαγε στον κόσμο των κλαμπ. Σήμερα βρίσκεται εκεί μια επιχείρηση.
Εννοείται πως στην Εθνικής Αντίστασης δοκιμάσαμε τα πάντα για πρώτη φορά – ένα από αυτά ήταν… το ίντερνετ. Λίγο πιο κάτω από το Cinema ήταν ένα θρυλικό νετ καφέ (εντάξει, ένα καταγώγι ήταν) στο οποίο ήρθαν σε επαφή με το διαδίκτυο και σύναψαν τις πρώτες τους… διαδικτυακές σχέσεις εκατοντάδες Σερραίοι.
Φτάνοντας στο στρόγγυλο, βλέπω τα ερείπια του Malibu. Πολλοί από εμάς κάναμε εκεί την πρώτη μας έξοδο σε καφετέρια. Βλέποντάς το ισοπεδωμένο σκέφτομαι πως γκρεμίστηκε και το τελευταίο προπύργιο της νεαρής μας ηλικίας. Κυριολεκτικά δεν έχει μείνει τίποτα ζωντανό από την εποχή της εφηβείας μας και της πρώτης νιότης μας. Ευτυχώς στέκει η ΔΕΠΚΑ απέναντι, όπου δίναμε τα ραντεβού μας, οι αναμνήσεις μου επανέρχονται και δεν απελπίζομαι εντελώς.
Περνάω απέναντι, στο σημερινό –κλειστό εδώ και πάρα πολλά χρόνια– Agli Amici, το οποίο δεν μου λέει και πολλά, γιατί για μένα το συγκεκριμένο μαγαζί θα είναι πάντα το Hard Rock, εκεί που «δεν μας άφηναν» οι γονείς μας να πάμε, γιατί είχε… κακή φήμη. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ αν πήγα τελικά ποτέ στο Hard Rock – η ανάμνηση της «απαγόρευσης» αποδείχτηκε πιο ισχυρή.
Παρακάτω ακόμα χειρότερα. Μαγαζιά που πολλές φορές άλλαξαν όνομα και διακόσμηση προσπαθώντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου όσο η Εθνικής Αντίστασης έσβηνε, μέχρι το οριστικό κλείσιμο και τη σημερινή αποκαρδιωτική τους εικόνα. Αλλά εκεί που σφίγγεται η ψυχή μου είναι απέναντι, όταν βλέπω το (παλιό) Σούσουρο, ένα από τα τελευταία μαγαζιά που είχαν καταφέρει να παραμείνουν ανοιχτά μέχρι σχετικά πρόσφατα. Και από δίπλα το Q – πόσα λεφτά και πόσες ώρες από τη ζωή μου είχα ξοδέψει σε αυτό το καφέ;
Coral και Valentina λένε οι επιγραφές των παρακάτω μαγαζιών, Jaskson και Στίλβη θα πω εγώ. Καθαρόαιμα μπαρ, αποκλειστικά για αργά, προτού γίνει μόδα η έννοια του καφέ-μπαρ που είναι για όλες τις ώρες, όλες τις μέρες και όλες τις ηλικίες. Μου θυμίζουν κι αυτά όχι μόνο πόσο άλλαξαν τα μαγαζιά των Σερρών, αλλά πόσο έχουν διαφοροποιηθεί οι συνήθειες της διασκέδασης από τότε.
Μετά το χάος. Το ένα ανοίκιαστο μετά το άλλο. Μαγαζιά με ξεθωριασμένες τις επιγραφές της τελευταίας τους ονομασίας, βρώμικα τζάμια, μισοκολλημένες αφίσες εκδηλώσεων και ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ή ΠΩΛΕΙΤΑΙ από διάφορα μεσιτικά γραφεία. Μαζί με τα καφέ-μπαρ που δεν λειτουργούν πια, έχουν κλείσει και τα διάφορα φαγάδικα –ψητοπωλεία, σαντουιτσάδικα, κρεπερί–, αφού πλέον δεν υπάρχουν οι ξενύχτηδες που κοντά στα ξημερώματα τούς έκοβε λόρδα. Στο επόμενο τετράγωνο το πράγμα κάπως στρώνει. Όχι με μαγαζιά που σχετίζονται με τη διασκέδαση, αλλά τουλάχιστον σταματούν τα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και ο δρόμος αποκτά μια άλλη κίνηση.
Ο ήλιος συνεχίζει ολόλαμπρος κι εγώ κοιτάζω πίσω μου την Εθνικής Αντίστασης χαμένη στο φως και στη θλίψη των αναμνήσεών της. Δεν είναι μόνο η νοσταλγία που μου προκαλεί στεναχώρια όταν περπατώ εδώ – εξάλλου, κανένα στέκι και καμιά συνήθεια της νιότης μας δεν μπορεί να παραμείνει για πάντα, ο κόσμος αλλάζει συνεχώς. Είναι που ο συγκεκριμένος δρόμος δεν μπορεί να βρει μια καινούργια ταυτότητα. Έχει μείνει εγκλωβισμένος στη χαμένη του δόξα. Δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναγίνει μέρος διασκέδασης (όπως αναβίωσε δεκαετίες μετά η Μεραρχίας), αλλά είναι και αρκετά μακριά από το κέντρο ώστε να γίνει εμπορικός δρόμος.
Προς το παρόν ανακατεύονται εγκαταλειμμένα μαγαζιά με επιχειρήσεις όπως παντοπωλεία, ψιλικατζίδικα, φαρμακεία, μαγειρεία, οπωροπωλεία, φούρνους και ό,τι άλλο χρειάζεται να έχει μια περιοχή. Θα μου άρεσε να τη δω μεταμορφωμένη σε μια ήσυχη γειτονιά, με τα γερασμένα ανοίκιαστα της να έχουν γίνει όμορφα μαγαζάκια, που θα προμηθεύουν στους κατοίκους ό,τι χρειάζονται. Θα έχει ξεχάσει και η ίδια το πολύχρωμο, εκκωφαντικό της παρελθόν και θα ξεκουράζεται.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.59)