Πρόσφατα, φίλος με ρώτησε γιατί σπουδάζω, αφού επαγγελματικά δεν το έχω ανάγκη, υπονοώντας πως δεν αρμόζει και στην ηλικιακή φάση της ζωής μου. Στιγμιαία αιφνιδιάστηκα. Θεωρούσα πως η συνεχής απόκτηση γνώσης είναι αυθύπαρκτη, δεδομένη. Πράγμα που δεν ισχύει όμως ή δεν εκφράζεται εν τέλει με τους ίδιους όρους για όλους. Ό,τι είμαι, ό,τι πρεσβεύω, ό,τι έχω καταφέρει ως τώρα και συνεχίζω, συγκροτεί το αξιακό μου περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί ο πόθος της γνώσης, της ψυχικής καλλιέργειας και της προσωπικής ανέλιξης. Πάντα σε συνδυασμό με τη συνειδητότητα της μικρότητάς μας. Γιατί δεν μαθαίνονται όλα, όπως έλεγε κι ο Ελύτης. Αυτό που πιστεύω λοιπόν είναι πως η εκπαίδευση δεν ωφελεί μόνο το άτομο που τη δέχεται, αλλά το σύνολο της κοινωνίας. Γιατί όταν τα άτομα έχουν περισσότερες δυνατότητες προσωπικής ανάπτυξης, η κοινωνία προοδεύει (το ίδιο και η οικονομία).
Το τελευταίο καλοκαίρι πριν την εμφάνιση της πανδημίας συμμετείχα στο Θερινό Πανεπιστήμιο που έλαβε χώρα στην Σύρο, ένα καινοτόμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με παρουσία και εξαιρετική ομιλία του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η επαφή με ακαδημαϊκούς ελληνικών και ξένων ιδρυμάτων, συγγραφέων, δημοσιογράφων, καθώς και η συμμετοχή σε ενδιαφέροντα workshops με καταξιωμένους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, όλα υπό την καθοδήγηση της αεικίνητης καθηγήτριας γλωσσολογίας Νικολέττας Τσιτσανούδη, κατέστησαν αυτήν τη γιορτή της δια βίου μάθησης σε αξέχαστη εμπειρία. Φέτος το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί στο Καστελόριζο (όπου έχω γίνει πάλι δεκτός να συμμετάσχω), ένα νησί με ιδιαίτερο συμβολισμό και νόημα σύνδεσης όρων όπως ο πολιτισμός, η γλώσσα, η εκπαίδευση και η ακριτική Ελλάδα. Αναζητήστε το τηλεοπτικό σποτ στο κανάλι της Βουλής, στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Αιμίλιος Χειλάκης και η Αθηνά Μαξίμου, ενώ για περισσότερες πληροφορίες: εδώ.
Οι σπουδές και η ενασχόληση με τον ακαδημαϊκό κόσμο ας μου επιτρέψουν να παραθέσω εδώ μερικές σκέψεις για την εκπαίδευση στη χώρα μας. Όλοι γνωρίζουμε και βιώσαμε τον διαρκή αγώνα της ελληνικής οικογένειας για την «αποκατάσταση» των παιδιών της. Αυτό όμως, καθώς εξελίχθηκε η μεταπολιτευτική κοινωνία, αναπτύχθηκε μέσα από αντιφάσεις. Αντί για το πρότυπο καλού πανεπιστημίου, απαιτητικής σχολής και άριστου φοιτητή (που για κάποιες πολιτικές δυνάμεις αποτελεί στερεότυπο ελιτισμού), περάσαμε στο δικαίωμα όλων, ανεξάρτητα από κλίσεις, δεξιότητες, δυνατότητες και ικανότητες του φοιτητή, να καταλάβει απλώς μια θέση στο πανεπιστήμιο. Αυτό είχε πεισθεί να θέλει η ελληνική κοινωνία, ένα πανεπιστήμιο για όλους, με εύκολες σπουδές που στοχεύουν όχι στην κατάκτηση της γνώσης, αλλά στην απόκτηση απλώς ενός πτυχίου. Ιδεατά, τα πανεπιστήμια οφείλουν να συναγωνίζονται για τους καλύτερους καθηγητές και τους καλύτερους φοιτητές. Ωστόσο στην Ελλάδα οι φοιτητές προτιμούν τα εύκολα και οι γονείς πριμοδοτούν την προτίμηση αυτή.
Η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από το κράτος. Αυτό συνεπάγεται την ανυπαρξία κινήτρων βελτίωσης, εκτός από μεμονωμένες πρωτοβουλίες μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας για αναζήτηση της αριστείας. Αυτό που απαιτείται κυρίως είναι η ριζική αλλαγή νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία, πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να έχουν υψηλές απαιτήσεις από το σχολείο, πως η πραγματική κατάκτηση της γνώσης και δεξιοτήτων απαιτεί μεγάλη προσωπική προσπάθεια. Οι πολιτικοί πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν τα πανεπιστήμια ως φυτώρια κομματικών στελεχών. Τέλος πρέπει ως κοινωνία να αποφασίσουμε ότι θέλουμε καλύτερα πανεπιστήμια, υπερβαίνοντας κομματικά στερεότυπα, όπως σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο.