Είσαι νέος, αθώος και ανίδεος και αποφασίζεις να αποκτήσεις παιδί. Ξέρεις τι σε περιμένει, έχεις ακούσει πολλές τρομακτικές διηγήσεις, αλλά δεν το έχεις βιώσει. Το βιώνεις. Ξενύχτια, κλάματα, αρρώστιες, υστερίες, γιατροί, εμβόλια και όλα τα σχετικά. Κάποια στιγμή το παιδί μεγαλώνει, ανεξαρτητοποιείται, φτάνει στο δημοτικό, ουφ λες, ανάσανα. Και τότε ξεκινά ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ.
Έχουμε ακούσει πολλές φορές για τη δύσκολη πλευρά της γονεϊκότητας (όλο και πιο πολύς κόσμος μιλά για τα αρνητικά με πλήρη απενοχοποίηση), αλλά κανείς δεν ασχολείται αρκετά με το εξής τεράστιο πρόβλημα: τις μετακινήσεις για τις δραστηριότητες.
Σε αντίθεση με το τι γινόταν στη δική μας γενιά, σήμερα το πράγμα έχει ξεφύγει από κάθε όριο: ΟΛΑ τα παιδιά πάνε οπωσδήποτε σε δύο δραστηριότητες, χώρια οι ξένες γλώσσες, οι λογοθεραπείες, το ΚΔΑΠ και άλλες υποχρεώσεις που μπορεί να προκύψουν σε τακτική βάση.
Ακούστε ένα τυχαίο πρόγραμμα μιας τυπικής οικογένειας με δύο παιδιά. Στις 3 παίρνεις το μεγάλο παιδί από το ολοήμερο, στις 3:30 το μικρό από τον παιδικό σταθμό, πας στο σπίτι, στις 4:30 πηγαίνεις το μεγάλο παιδί στα αγγλικά, ξαναγυρνάς με το μικρό σπίτι, στις 6 πας παίρνεις το μεγάλο. Αντί για αγγλικά βάλτε δραστηριότητα, αντί για 4:30-6 βάλτε 6-7 ή 7-8 και φανταστείτε να γίνεται αυτό ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ.
Αυτό είναι ομολογουμένως ένα εξαιρετικά light πρόγραμμα. Φανταστείτε να είχε δραστηριότητες και το μικρό παιδί. Ή φανταστείτε να μένεις σε χωριό ή σε καμιά μεγαλούπολη και να πρέπει να διανύεις μεγάλες αποστάσεις με το αυτοκίνητο. Ή φανταστείτε να έχεις τρία ή τέσσερα παιδιά και να πρέπει να συντονίσεις τα προγράμματα ολωνών.
Θα μου πείτε τώρα «αχ, πώς τα έχουμε φορτώσει έτσι τα παιδιά, εμείς κάποτε παίζαμε στις αλάνες, τώρα τα πιέζουμε κτλ» – αυτό είναι ένα άάάάάάλλο θέμα. Εγώ θέλω να μιλήσω για τον γονιό, που δεν είναι πλέον γονιός-άνθρωπος με ανάγκες και επιθυμίες και διαφόρων ειδών προσωπικές υποχρεώσεις, αλλά γονιός-ταξιτζής που ξοδεύει όλη του τη μέρα στις μετακινήσεις και στα πέρα δώθε.
Και τι γίνεται όταν και οι δύο γονείς δουλεύουν σε απογευματινές δουλειές; Επιστρατεύουμε γιαγιάδες και παππούδες, θείους και θείες, τους γονείς των φίλων των παιδιών. Ή δεν «αφήνουμε» τη γυναίκα να δουλέψει, ώστε το πρωί να μαγειρεύει και να βάζει πλυντήρια, το μεσημέρι να διαβάζει τα παιδιά, το απόγευμα να τα πηγαινοφέρνει και το βράδυ να τα τρέχει στις παιδικές χαρές (γιατί μετά τη δραστηριότητα θέλουν και επιπλέον παιχνίδι) και να τα κάνει μπάνιο πριν τα βάλει για ύπνο. Εντάξει, αυτό εννοείται είναι το πιο βολικό απ’ όλα.
Θα πεταχτεί τώρα ένας γονιός και γεμάτος αυτοθυσία και αυταπάρνηση θα πει «εγώ για το παιδί μου θα κάνω τα πάντα». Βρε, αυτό εννοείται, όμως το θέμα είναι: έχουν αποτέλεσμα όλα αυτά; Μαθαίνουν όντως κάτι τα παιδιά μας; Είναι καλύτερα έτσι; Μετά από τόσες δραστηριότητες μένει αρκετός χρόνος για να συζητήσουμε μαζί τους ή να παίξουμε μαζί τους ή να περάσουμε τέλος πάντων χρόνο οικογενειακό; Εμείς μαζί τους, οι δυο μας, οι τρεις μας, οι τέσσερίς μας, η οικογενειακή μας μικρο-κοινωνία;
Ελπίζω τα παιδιά να ωφελούνται. Και ελπίζω κανένας γονιός να μη στέλνει κάπου το παιδί του με το ζόρι, γιατί «έτσι πρέπει» και «έτσι κάνουν όλα τα παιδιά». Οι μεγάλοι χαμένοι πάντως είναι αδιαμφισβήτητα οι γονείς. Που δεν ορίζουν το πρόγραμμά τους, που δεν έχουν προσωπικό χρόνο, που δεν επιλέγουν με ποιον τρόπο θα περάσουν το απόγευμά τους. Η ζωή με τα παιδιά μας είναι ουσιαστικά ζωή χωρίς τα παιδιά μας. Είναι ζωή βουτηγμένη στο άγχος, που γλιστράει μέσα από τα χέρια μας στα πηγαινέλα, στο βιαστικό περπάτημα, πίσω από το τιμόνι, στις τετριμμένες συζητήσεις με άλλους γονείς, στα λεπτά της αναμονής μέχρι να σχολάσει το παιδί και να το αρπάξουμε για να το πάμε γρήγορα στην επόμενη δραστηριότητα.