Η Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος, παρούσα στα λογοτεχνικά δρώμενα της πόλης και γράφει εξαιρετικά. Ήθελα πάντα να τη συναντήσω δημοσιογραφικά και αισθάνθηκα ότι ήρθε η ώρα όταν έμαθα ότι το δεύτερό της μυθιστόρημα (που κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις Εκδόσεις Έξη) λέγεται Ομηρία, η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς και έχει θέμα ένα όχι ευρέως γνωστό ιστορικό γεγονός της περιοχής μας. Και τότε το ενδιαφέρον μου χτύπησε κόκκινο.
Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου
Φανή, η Ομηρία δεν είναι το πρώτο σου βιβλίο. Πες μου για τη συγγραφική σου πορεία μέχρι σήμερα.
Πέρα από αρκετά διηγήματά μου που είναι δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, τέσσερα διηγήματά μου συμπεριλαμβάνονται σε συλλογικές εκδόσεις. Συγκεκριμένα, το διήγημά μου «Το θεριό μέσα μου» συγκαταλέγεται στη συλλογική έκδοση 2ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός «Μίμης Σουλιώτης» (Εκδόσεις Libron, Ιούνιος 2016) και το διήγημά μου «Αδιάσπαστη μονάδα» διακρίθηκε στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Παράξενοι Έρωτες» και συμπεριλαμβάνεται στην ομότιτλη συλλογή των διακριθέντων διηγημάτων (Παράξενοι Έρωτες, Εκδόσεις Παράξενες Μέρες, Νοέμβριος 2017)· το διήγημά μου «Υδάτινος κόσμος», που διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Χωρίς Οξυγόνο», συγκαταλέγεται στην ομότιτλη ανθολογία διηγημάτων (Εκδόσεις Γράφημα, 2018) και συμμετέχω με το διήγημά μου «Αδράστεια» στη συλλογική έκδοση δέκα αστυνομικών ιστοριών Θεσσαλονίκη Νουάρ Vol II – Απειλητική Νύμφη (Εκδόσεις Αρχέτυπο, Μάιος 2023), μαζί με άλλους εννέα βορειοελλαδίτες συγγραφείς. Από τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά μου Ήθελα μόνο να με αγαπήσεις (Εκδόσεις Έξη) και από τον Μάιο του 2021 το παραμύθι μου Τα φυγοπούλια (Εκδόσεις Ψυχογιός). Το Ομηρία, η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς, που κυκλοφορεί από τον Μάιο (Εκδόσεις Έξη, Μάιος 2023), είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου.
Τι υπόθεση έχει η Ομηρία;
Η υπόθεση της Ομηρίας στήνεται πάνω στον καμβά ενός, εν πολλοίς, άγνωστου ιστορικού γεγονότος. Τον Σεπτέμβριο του 1916, κατά τη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής Κατοχής, ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα σπίτια τους. Το μακρύ καραβάνι των περίπου 10.000 Τζουμαγιωτών παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς και έπειτα από πολλούς μήνες κακουχιών, αποδεκατισμένοι, φτάνουν στο βουλγαροκρατούμενο σερβικό Ποζάρεβιτς (ή Ποζάρεβατς), όπου διαμένουν δύο χρόνια. Το ιστορικό γεγονός έχει καταγραφεί ως «ομηρία». Με τη συνθηκολόγηση των Γερμανοβουλγάρων το 1918, οι περισσότεροι Τζουμαγιώτες αποφασίζουν να επιστρέψουν στα πάτρια μέσω τεσσάρων αποστολών, εν μέσω εξανθηματικού τύφου και ενώ τόσο οι αμαξιτοί δρόμοι όσο και οι θαλάσσιες και σιδηροδρομικές επικοινωνίες δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί – η τρίτη από αυτές τις αποστολές υπήρξε η τραγικότερη, από άποψη απωλειών. Με την επιστροφή τους βρίσκουν την Τζουμαγιά ισοπεδωμένη, σπίτια και περιουσίες κονιορτοποιημένα: η Τζουμαγιά κατά τη διάρκεια του πολέμου έγινε πεδίο βολής Αγγλογάλλων και Γερμανοβουλγάρων που είχαν στρατοπεδεύσει στις δύο πλευρές του Στρυμόνα. Η πλοκή και η δράση του μυθιστορήματός μου Ομηρία, η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς είναι κεντημένη ακριβώς πάνω στον καμβά του ιστορικού γεγονότος της ομηρίας των Τζουμαγιωτών στο Ποζάρεβιτς και της πορείας επιστροφής τους στην κάποτε ανθηρή και ακμάζουσα Τζουμαγιά. Κεντρική ηρωίδα είναι η Αννού Ράσκου, κόρη Τζουμαγιώτη Βλάχου μεγαλέμπορου, η οποία με την οικογένειά της ακολουθεί το μακρύ καραβάνι των ξεριζωμένων στην καταναγκαστική πορεία θανάτου, χωρίς να ξέρει πόσες ακόμη ζωές τής επιφυλάσσει η μοίρα της να ζήσει. Γύρω της, ο πατέρας της Σάντρος και η μητέρα της Όπη, η ξαδέρφη της Βελίκα, ο ορφανός Κίτας, ο χανιτζής Ρίζος Αρόζης, ο δικηγόρος Βέργος Μπάλλας, οι Θεσσαλονικείς Χρίξος και Ζαχαρίας, η Αρχοντούλα, η Λένκα, η Γκιονούς, η Σενιχά κι άλλοι· άνθρωποι κάθε θρησκείας και εθνικότητας, μια που η Μακεδονία, κατά το τέλος του 19ου και στην αυγή του 20ού αιώνα, υπήρξε χωνευτήρι πανσπερμίας διαφορετικών φυλών και εθνοτήτων (Τούρκοι, Ρωμιοί, Βούλγαροι, Βλάχοι, Ρομ, Εβραίοι) και ζυμωτήρας πληθυσμιακής κινητικότητας, εν μέσω των διαδοχικών πολέμων.
Πώς προέκυψε η ιδέα να γράψεις ένα βιβλίο βασισμένο στην τοπική ιστορία και πόσο δύσκολο εγχείρημα αποδείχτηκε αυτό;
Η ιδέα προέκυψε όπως προκύπτουν συνήθως οι ιδέες: τυχαία. Ο σπόρος μπήκε μέσα μου όταν το 2016 βρέθηκα κατά τύχη στον εορτασμό της επετείου των 100 χρόνων από την ομηρία των Τζουμαγιωτών. Παρότι Σερραία, δεν γνώριζα για το γεγονός, δεν είχα ποτέ ακούσει για την Ομηρία κι αυτό με συντάραξε. Στην αρχή, καθαρά ως ιστορικό αφήγημα, δίχως να υπάρχει η σκέψη πιθανής μελλοντικής συγγραφής. Εκείνη την περίοδο, εξάλλου, είχα μόλις υπογράψει με τις Εκδόσεις Έξη το συμβόλαιο για το πρώτο μου μυθιστόρημα και είχα στα σκαριά ένα ακόμη. Αλλά η Ομηρία μού τριβέλιζε το μυαλό συχνά πυκνά. Έτσι ξεκίνησα να συλλέγω υλικό, πιο πολύ από περιέργεια, για να συλλάβω όλο το φάσμα των ιστορικών συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβη ο διωγμός. Και έτσι, διαβάζοντας για την πολύπαθη Τζουμαγιά και διαπιστώνοντας πως οι πρωταγωνιστές της Ομηρίας, όσο η πληγή του ιστορικού τραύματος παρέμενε ανοιχτή, αρνήθηκαν να μιλήσουν γι’ αυτήν, γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω. Το εγχείρημα ήταν και κοπιώδες και βασανιστικό –βέβαια, η συγγραφή, και μάλιστα μυθιστορήματος, εμπεριέχει εξ ορισμού και τα δύο–, σχεδόν τρομακτικό. Είχα εξαρχής αποφασίσει πως θα κρατούσα τον ιστορικό καμβά χαλαρό, σαν μουσικό χαλί πάνω στο οποίο θα έστηνα και θα έπλεκα τη μυθοπλασία –τους επινοημένους ήρωες και την πλοκή–, αλλά σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα είναι αναπόφευκτα τα ιστορικά κρεσέντο. Πολλά τα διλήμματα, άφθονος ο συγγραφικός βασανισμός, κάμποσους μήνες ξενύχτησα με τους ήρωες και υπήρξαν φορές που η απογοήτευση και η ανασφάλεια χτύπησαν κόκκινο. Αλλά οι ήρωες είχαν πια πάρει τον δρόμο τους, ψήλωσαν μέσα μου και διεκδικούσαν πεισματικά τη φωνή τους. Όσο κι αν μοιάζει χιλιοειπωμένο συγγραφικό κλισέ, από ένα σημείο και μετά οι ήρωες με καθοδηγούσαν, ήταν αυτοί που συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του βιβλίου.
Πώς θα έκρινες τη συγγραφική και γενικά την καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πόλη μας;
Πολλοί Σερραίοι έχουν διαπρέψει και διαπρέπουν και καλλιτεχνικά και συγγραφικά. Απλώς, όχι στις Σέρρες. Η πόλη πνίγει τη συγγραφική και γενικότερα την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ταλέντο υπάρχει, πολιτιστικοί χώροι, θέατρα, καλλιτεχνικές λέσχες δεν υπάρχουν – τουλάχιστον όχι τόσα που να μπορούν να αναδείξουν το ταλέντο, να λειτουργήσουν ως διέξοδος καλλιτεχνικής ανησυχίας ή τροφός της καλλιτεχνικής πείνας. Ταλέντο υπάρχει. Φωτισμένοι άνθρωποι υπάρχουν. Αλλά υπάρχει και φαγωμάρα. Απαξίωση. Γείωση. Γι’ αυτό και οι φωτισμένοι Σερραίοι αναπνέουν καλύτερα μόλις ανοίξουν τα φτερά τους εκτός Σερρών.
«Τα παιδιά σήμερα έχουν από ελάχιστη ως μηδαμινή σχέση με τη λογοτεχνία»
Έχω την εντύπωση πως η λογοτεχνική παραγωγή αυξήθηκε τελευταία, μετά την πανδημία. Τι γνώμη έχεις;
Δεν έχω δει στατιστικές μελέτες, συνεπώς δεν γνωρίζω σε ποια ποσοστά κινούνταν η λογοτεχνική παραγωγή προτού την πανδημία και σε ποια τώρα. Έχω, ωστόσο, την εντύπωση πως η ανθρωπότητα, διαχρονικά, έπειτα από μεγάλες κρίσεις, όπως πανδημίες ή χρόνιους πολέμους, ανέπτυσσε αυτεπάγγελτους ή στοχευμένους μηχανισμούς επανόρθωσης. Είναι ζήτημα επιβίωσης. Αν, για παράδειγμα, για κάποιο διάστημα εξ ανάγκης υποσιτίζεσαι, αναπόφευκτα, όταν η τροφή επανέλθει, γίνεσαι έστω και ακούσια, για λίγο και με τη μνήμη της πείνας ακόμη νωπή, βουλιμικός. Είναι αλήθεια πως κατά την περίοδο της πανδημίας η λογοτεχνική παραγωγή –όπως και αρκετοί άλλοι τομείς– κινήθηκε εξαιρετικά διστακτικά. Ας πούμε πως επιβράδυνε μέχρι να ξεπεραστούν οι συμπληγάδες της πανδημίας. Επομένως, αν όντως αυξήθηκε τώρα, είναι επειδή επιταχύνει για να κερδίσει το χαμένο έδαφος.
Μια και είσαι φιλόλογος, τι σχέση έχουν σήμερα τα παιδιά με τη λογοτεχνία; Και με ποιους τρόπους θεωρείς πως μπορούμε να τα κάνουμε να αγαπήσουν περισσότερο το βιβλίο;
Δυστυχώς, τα παιδιά σήμερα έχουν από ελάχιστη ως μηδαμινή σχέση με τη λογοτεχνία και, πάλι δυστυχώς, είναι κάτι που διαπιστώνω καθημερινά και ως εκπαιδευτικός και ως μητέρα. Δεν φταίνε τα παιδιά. Το φαινόμενο έχει εξήγηση. Αφενός η εναλλαγή εικόνων με την οποία είναι εξοικειωμένα τα παιδιά στα κοινωνικά δίκτυα (βλέπε Instagram και TikTok) έχει παράλληλα εθίσει το μάτι τους σε απίστευτες ταχύτητες, κάτι που κάνει περίπου απαγορευτική την ανάγνωση κειμένου –οποιουδήποτε κειμένου και όχι αποκλειστικά του λογοτεχνικού–, η οποία απαιτεί σεβασμό και χρόνο και επιβάλλει τη βραδύτητα. Τα κοινωνικά δίκτυα, από την άλλη, έγιναν για τα παιδιά μονόδρομος κατά την περίοδο της πανδημίας, μια που ήταν ίσως το μοναδικό παράθυρο επικοινωνίας με τους φίλους τους και με τον έξω κόσμο. Αφετέρου, η πληθώρα συνδρομητικών καναλιών με τις αμέτρητες σειρές και ταινίες είναι απείρως ελκυστικότερα για ένα παιδί από ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Εδώ, είναι ελκυστικότερα και για τους περισσότερους ενήλικες. Ας μη γελιόμαστε. Λέμε πως δεν διαβάζουν λογοτεχνία τα παιδιά, αλλά κακά τα ψέματα… διαβάζουν οι ενήλικες; Τώρα, για το πώς τα παιδιά θα αγαπήσουν το διάβασμα, θα μπορούσα να πω πολλά, αλλά πιθανόν τα περισσότερα θα ήταν ουτοπικά. Ναι, λέσχες φιλαναγνωσίας στα σχολεία ή σε πολιτιστικούς χώρους (που είπαμε πως, τουλάχιστον από την πόλη μας, απουσιάζουν)· ναι, επίσκεψη σε βιβλιοθήκες είτε με τους γονείς είτε με το σχολείο· ίσως, αντί για παιχνίδια και ρούχα, δώρα στα παιδιά λογοτεχνικά βιβλία, έστω e-books· εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά· απαγόρευση κινητών – το πιο ακραίο. Αλλά, και πάλι, αν δεν διαβάζει λογοτεχνία ο ενήλικας, είτε γονιός είτε εκπαιδευτικός, αν δηλαδή δεν διαβάζει το role model του παιδιού, πώς θα καταφέρει να αγαπήσει το παιδί τη λογοτεχνική ανάγνωση;
Επόμενα συγγραφικά και επαγγελματικά σχέδια;
Πολλά… Υγεία και τύχη να υπάρχουν και ο χρόνος θα δείξει.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.63, Οκτώβριος 2023)