Τα Σέρρας που έφυγαν
Μια πόλη χτίζαμε μες στη σκέψη μας παιδιά,
λαμπρή, γεμάτη πόθους και ελπίδες·
στους δρόμους της περπατούσαμε
με βήματα ενθουσιώδη, σχεδόν θριαμβευτικά.
Τι όμορφες που ήσαν οι πλατείες της,
τα σπίτια της, η κοιλάδα της, γεμάτα φως·
και οι φωνές των ανθρώπων της,
λες κι έψαλλαν έναν ύμνο αδιάκοπο.
Μα μια μέρα – πώς έγινε –
το βλέμμα έστρεψε αλλού,
κι οι δρόμοι χάθηκαν, οι φωνές σώπασαν.
Η πόλη έμεινε πίσω, σιωπηλή.
Προσπαθήσαμε να γυρίσουμε,
να ξαναβρούμε τα σοκάκια της·
μα όλα ήσαν άγνωστα πια,
σαν να μην ήσαν ποτέ δικά μας.
Ίσως, είπαμε,
η πόλη να μην υπήρξε ποτέ.
Ίσως να ήτανε μονάχα μια σκιά,
μια ψευδαίσθηση του νου μας.
Κι όμως, ακόμα τη θυμόμαστε·
στις σιωπές μας, την επισκεπτόμαστε,
γιατί η πόλη που χάσαμε
είναι η πόλη που είμαστε.
(Ο Γιώργος Ταντανόζης ειναι δικηγόρος. Εμπνεύστηκε το ποίημα από το γεγονός ότι η πόλη μας έχει πλέον παρακμάσει).