Ένα παιδί στις Σέρρες (πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα), του Γιώργου Ανδρέου

Γεννήθηκε στις Σέρρες. Είναι δέκα χρονών. Πηγαίνει Δημοτικό. Και αγγλικά. Πήγαινε και στο Ωδείο, αλλά το έκοψε η οικογένεια – δεν βγαίνουν τα χρήματα. Οι γονείς δουλεύουν και οι δύο. Η μητέρα πριν λίγο καιρό βρήκε πάλι δουλειά – είχε κλείσει το κατάστημα με ρούχα όπου εργαζόταν δώδεκα χρόνια, λίγο πριν την πανδημία. Τώρα δουλεύει σε ένα καφέ. Ο πατέρας υδραυλικός, παλεύει να τα βγάλει πέρα.

«Οι Σέρρες είναι μια πόλη γεμάτη με καφέ, φούρνους και σουβλατζίδικα. Εμείς μαζευόμαστε στην Πλατεία Ελευθερίας. Η αδελφή μου πηγαίνει φροντιστήριο για πανελλήνιες. Μου είπε να κρατήσω μυστικό πως αν μπει στο πανεπιστήμιο και τελειώσει τις σπουδές της, δεν πρόκειται να επιστρέψει στις Σέρρες. Θα πάει Αθήνα. Κι αν δεν βρει δουλειά στην Αθήνα, θα φύγει εξωτερικό. Έχω έναν φίλο από το νηπιαγωγείο. Δεν ζει πια στις Σέρρες η οικογένειά του. Έφυγαν Γερμανία. Μου στέλνει φωτογραφίες από το κινητό του. Η πόλη του είναι ωραία, γεμάτη πάρκα για παιδιά κι οι άνθρωποι –μου γράφει– χαμογελούν στον δρόμο. Στις Σέρρες δεν βλέπω πολλούς γελαστούς ανθρώπους στον δρόμο. Η μαμά μου έλεγε στο τηλέφωνο σε μια φίλη της πως τα λεφτά τελειώνουν δέκα μέρες πριν κλείσει ο μήνας. Εγώ πολύ στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να πάω στο Ωδείο, αλλά δεν τολμώ να πω τίποτα στον μπαμπά μου, τον βλέπω που ζορίζεται κι είναι κάθε μέρα κατσούφης. Όλα ακριβαίνουν –έτσι λέει στη μαμά μου–, κι εμάς εδώ στις Σέρρες –λέει– μας έχουν ξεχάσει όλοι. Δεν είμαστε τουριστική πόλη –λέει–, δεν έχουμε θάλασσα, είμαστε τελειωμένοι –λέει–, στην Ελλάδα οι πόλεις που δεν έχουν μπροστά θάλασσα δεν έχουν καμιά ελπίδα –λέει–, γαμώτο, γαμώτο, δεν μπορούσαμε να έχουμε γεννηθεί στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στη Γερμανία –λέει– κι ανάβει τσιγάρο. Η μαμά του φωνάζει που καπνίζει. Κάθονται κι οι δυο στην τηλεόραση μπροστά τα βράδια. Βλέπουν σειρές και ειδήσεις. Στις ειδήσεις ο μπαμπάς μου βρίζει. Τους πολιτικούς. Είναι όλοι ίδιοι, επαγγελματίες ψεύτες –λέει–, πριν τις εκλογές δίνουν επιδόματα για το σούπερ μάρκετ και μετά τις εκλογές τα παίρνουν πίσω με αυξήσεις –λέει ο μπαμπάς–, οι αλήτες. Μη βρίζεις –λέει η μαμά– μπροστά στα παιδιά. Πού να ξέρει πώς βρίζουμε στην παρέα. Κάποια παιδιά έχουν κάνει και συμμορία και πειράζουν μικρότερα παιδιά, τα χτυπούν κιόλας. Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου αυτό ούτε και το άλλο, που τραβάνε βίντεο ενώ ρίχνουν μπουνιές σε κάποιους συμμαθητές μου και μετά τα βάζουν στο τικτόκ. Θέλω να ξαναπάω στο Ωδείο, η μουσική με κάνει να νιώθω καλά. Θέλω να μη βλέπω τους γονείς μου στενοχωρημένους. Καμιά φορά κλαίω το βράδυ στο κρεβάτι μου…»

Όλα ακριβαίνουν –έτσι λέει στη μαμά μου–, κι εμάς εδώ στις Σέρρες –λέει– μας έχουν ξεχάσει όλοι. Δεν είμαστε τουριστική πόλη –λέει–, δεν έχουμε θάλασσα, είμαστε τελειωμένοι –λέει–, στην Ελλάδα οι πόλεις που δεν έχουν μπροστά θάλασσα δεν έχουν καμιά ελπίδα –λέει–

Γεννήθηκε στις Σέρρες. Είναι δέκα χρονών παιδί. Πηγαίνει Δημοτικό. Ζει κάθε μέρα με έναν κρυμμένο φόβο, μια ταραχή που σιγοβράζει μέσα στην ψυχή του. Στο μεταξύ οι μεγάλοι αντιπολιτεύονται, αλληλοκατηγορούνται, λένε μεγάλα λόγια. Μετά τα ξεχνούν. Και πάλι από την αρχή.

Γεννήθηκε στις Σέρρες. Είναι δέκα χρονών. Στις 28 Φεβρουαρίου βγήκε με τη μητέρα της στην Πλατεία, στη συγκέντρωση για τα Τέμπη. Της έσφιγγε νευρικά το χέρι η μητέρα της κι έκλαιγε.

Είναι δέκα χρονών. Εσύ θα γίνεις δικηγόρος –της λέει ο μπαμπάς της–, όλο μιλάς και μας τουμπάρεις. Άντε, από του χρόνου θα σε στείλω πάλι στο Ωδείο, θα πιάσω δεύτερη δουλειά. Στις Σέρρες. Ή στη Σαλονίκη. Το σκέφτομαι, μήπως μετακομίσουμε.

Είναι δέκα χρονών. Γεννήθηκε στις Σέρρες.

*Ο Γιώργος Ανδρέου είναι μουσικός, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών. 

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.69, Απρίλιος 2025)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.