Δεκαπέντε λεπτά περιπλάνησης στους χριστουγεννιάτικους δρόμους της πόλης! Της Δήμητρας Κουρίδου

Κάθε χρόνο τις ημέρες των Χριστουγέννων για κάποιον λόγο -που μόνοι μας τον δημιουργήσαμε- οι ανάγκες μας και τα θέλω διογκώνονται. Γίνονται τόσο μεγάλα και άπιαστα που μερικές φορές μας φαίνονται και ουτοπικά. Ξαφνικά αυτές τις μέρες τα θέλουμε όλα, να τα αποκτήσουμε, να τα ζήσουμε, να τα ευχαριστηθούμε. Συνήθως καταφέρνουμε να υλοποιήσουμε λιγότερα από όσα έχουμε προγραμματίσει με αποτέλεσμα να μη νιώθουμε ευχαριστημένοι. Στην πόλη που ζούμε έχουμε μάθει να γκρινιάζουμε για πράγματα που δεν γίνονται ή που δεν κάνουμε. Δικαίως, μια και τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξή της κατρακυλάει με γοργούς ρυθμούς. Μέσα σε όλο αυτό το γενικότερο κλίμα κατήφειας και αρνητισμού γίνονται προσπάθειες είτε από επαγγελματίες της πόλης είτε από τη δημοτική αρχή (αν και λίγο άργησε) να δημιουργηθεί μια φωτεινή και εορταστική ατμόσφαιρα στην πόλη.

Μια τέτοια βόλτα στις στολισμένες πλατείες και στους πεζοδρόμους ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου, ανάμεσα σε υποχρεώσεις που έτρεχαν, θα μου έφτιαχνε το κέφι και για δεκαπέντε λεπτά θα ένιωθα το παιδάκι των δέκα χρόνων μου που χαιρόταν με τα χρωματιστά φωτάκια και τα ξωτικά. Ήταν δεκαπέντε λεπτά άσκοπης περιπλάνησης όπου με συνεπήρε η παιδικότητά μου.

Ξεκίνησα από το πιο κεντρικό σημείο της πόλης (στάθηκα άπειρα τυχερή στο θέμα πάρκινγκ), την πλατεία Ελευθερίας. Πράγματι από το απέναντι πεζοδρόμιο, καθώς περνάς τον δρόμο, έτσι όπως φαίνονται τα δέντρα πίστεψα για λίγο ότι θα έμπαινα σε ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Βέβαια διασχίζοντάς την απότομα βγήκα από αυτό. Κατηφόρισα λοιπόν ακολουθώντας τα φώτα που έβλεπα ψηλά για να διασχίσω τον νέο πεζόδρομο. Ένιωσα εορταστικό το κλίμα, ήταν και τα δεντράκια που στόλισαν τα παιδιά των σχολείων δεξιά και αριστερά, μου έλειπε όμως η μυρωδιά των Χριστουγέννων. Κι ο κόσμος μού έλειπε. Μια στάση λοιπόν να χαζέψω από την κάτω πλευρά του πεζόδρομου με γέμισε νοσταλγία. Ούτε μουσική ακουγόταν, λίγα νεαρά παιδιά με σακίδια γρήγορα γρήγορα με προσπέρασαν. Φτάνοντας στο τέλος του πεζόδρομου μπροστά από το κτίριο της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών με λύπη διαπίστωσα ότι εκτός από το φωτιζόμενο σιντριβάνι δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να θυμίζει γιορτές. Από κει και κάτω σαν να μην έφτασε το Christmas spirit. Βιαστικά κοίταξα το ρολόι μου, είχα χρόνο ακόμη. Θα συνέχιζα να περπατάω μέχρι να βρω το πιο όμορφο σημείο της πόλης.

Η βόλτα μου συνεχίστηκε προς τη Γεωργίου Παπανδρέου, όπου επικρατούσε το σκοτάδι. Νομίζω ήταν πιο θλιβερό, καθώς πολλά μαγαζιά ενώ ήταν στολισμένα δεν είχαν αναμμένα ούτε φωτάκια ούτε τα φώτα στις βιτρίνες τους (με όλο αυτό με τα τιμολόγια του ρεύματος φυσιολογικό φαίνεται). Αυτός ο δρόμος είχε τουλάχιστον περισσότερη κίνηση. Κατέληξα μ’ ένα ποτηράκι ζεστό καφέ μπροστά στον τεράστιο φωταγωγημένο Σερρευχούλη. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και πραγματικά ήταν σαν να θέλαμε να πιάσουμε την κουβέντα. Η αλήθεια είναι ότι στη συγκεκριμένη πλατεία έδωσε τη χριστουγεννιάτικη πινελιά του και ήταν ωραία. Αν ήταν ανοιχτά και τα σπιτάκια θα ήταν όλα πιο ζωντανά. Περίεργο που ενώ ήταν νωρίς το απογευματάκι δεν είχε ούτε παιδάκια να τον δούνε ούτε κόσμο να τριγυρνά. Σηκώθηκα να συνεχίσω την αναζήτησή μου. Άρχισα να παρατηρώ περισσότερο τις βιτρίνες. Αισθάνθηκα ότι είναι πιο λιτές σε στολισμό και πιο μίνιμαλ, μάλλον πέρασε η εποχή του μεγάλου ανταγωνισμού για την ωραιότερη και ευφάνταστη βιτρίνα ή μπορεί να μην υπάρχει διάθεση για έντονους και ακραίους στολισμούς. Εντυπωσιακούς στολισμούς είδα σε πολλά καφέ της πόλης μας όπου εκεί φάνηκε ότι υπήρξε η διάθεση και η δημιουργικότητα. Ευτυχώς που τα περισσότερα από αυτά είναι στο κέντρο της και το κάνουν να φαίνεται πιο εορταστικό. Καθώς η ώρα για να επιστρέψω έφτανε, κοντοστάθηκα σε μια βιτρίνα. Απλά στολισμένη όμως παράλληλα κομψή. Είχε μια φωτογραφία ενός μοντέλου, περιποιημένου και βαμμένου με έντονο γκλίτερ χρώμα. Η έκφρασή της όχι πολύ χαρούμενη, όμως με μια υπόσχεση ότι ήταν έτοιμη να περάσει καλά.

Τα δεκαπέντε αυτά λεπτά ήθελα να ξαναβρώ το παιδί που κυνηγούσε τους μάγους με τα δώρα και τον Αϊ Βασίλη μιας άλλης εποχής. Δεν το βρήκα. Ήθελα να νιώσω τη ζωντάνια των γιορτών στην πόλη, σε μια πόλη που διψά για πολιτισμό, για τουρισμό και γενικότερα για δρώμενα που θα την αφυπνίσει. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο σκέφτηκα ότι ίσως είναι νωρίς κι ότι στις επόμενες μέρες όλο αυτό θα διορθωθεί. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό μου υπενθυμίζοντάς μου ότι το παιδί σχόλασε, έπρεπε να πάω να το πάρω. Κι έτσι επανήλθα στην καθημερινότητά μου λίγο πιο ήρεμη και ανυπομονώντας για τα Χριστούγεννα που τώρα ξεκινάνε.

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.64, Δεκέμβριος 2023)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.