Την Αφεντούλα Ραζέλη την είδα πρώτη φορά σε live τον Ιανουάριο στην Αίγλη. Δεν βρέθηκα τυχαία εκεί, αφού ήδη γνώριζα και είχα ακούσει τη σπουδαία φωνή της. Η κυρία Ραζέλη όμως δεν είναι απλώς μία υπέροχη φωνή. Η ερμηνεία, το συναίσθημα, το πάθος, η γλώσσα του σώματος, η ψυχική σύνδεση με το κοινό ήταν που τελικά οδήγησαν σε μία αξέχαστη βραδιά. Και κάπως έτσι είμαστε σήμερα εδώ για να ξανασυστήσουμε στον κόσμο τη μεγάλη ρεμπέτισσα που γέννησε αυτή η πόλη.
Της Μαριάννας Τσιολπίδου
Κυρία Ραζέλη, κατάγεστε από τον Προβατά Σερρών. Επισκέπτεστε συχνά τον τόπο σας και μάλιστα διεξάγετε και live δίνοντας την ευκαιρία στον κόσμο να σας ακούσει. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως με τη σειρά. Πότε και με ποιον τρόπο μπήκε το τραγούδι στη ζωή σας;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τραγουδάω. Έχω την αίσθηση πως γεννήθηκα για να κάνω αυτό. Είναι μεγάλος έρωτας. Εξάλλου, ήταν ένα από τα όνειρά μου, από μικρό παιδί. Ήρθε και με «συνάντησε» στα φοιτητικά μου χρόνια στην Καρδίτσα, μετά συνεχίστηκε στη Θεσσαλονίκη, σε ωραία, ζωντανά, ξέγνοιαστα για όλους μας χρόνια.
Πώς αποφασίσατε, ενώ είχατε περατώσει τις σπουδές σας στη Σχολή Νηπιαγωγών, να ασχοληθείτε επαγγελματικά και με το τραγούδι;
Το έκανα παράλληλα και δεν το αποφάσισα ακριβώς, έγινε από μόνο του, αφού, όπως είπα παραπάνω, ήταν και όνειρό μου. Η ζωή μού έφερε όμορφες συγκυρίες και το θαύμα έγινε με μαγικό τρόπο. Όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, όταν θέλουμε κάτι με όλο μας το είναι. Βασικά, αυτό έγινε στην Αθήνα, όπου ήρθα για μεταπτυχιακές σπουδές στην παιδοψυχολογία. Η συνεργασία μου με τον Βαγγέλη Κορακάκη, που μου χάρισε τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ, με τη Λίνα Νικολακοπούλου, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τη Χάρις Αλεξίου, τον Χρήστο Νικολόπουλο κ.α. μου άνοιξαν το δρόμο με τον καλύτερο τρόπο.
«Είναι δύσκολο να ζει κανείς σήμερα από το τραγούδι»
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να συνδυάσετε την καλλιτεχνική σας σταδιοδρομία με τις εκπαιδευτικές σας υποχρεώσεις;
Ήταν αρκετά κουραστικό, ομολογώ, γι’ αυτό και παραιτήθηκα για δέκα χρόνια από το σχολείο. Μετά, άλλαξε πρόσωπο η νύχτα, οι δουλειές λιγότερες, εγώ με ένα παιδί, από την οικογένειά μου δεν υπήρχε βοήθεια (δεν υπήρχε η δυνατότητα) κι έτσι ξαναβρέθηκα στο σχολείο. Αυτό μου εξασφάλισε ένα σταθερό σημείο αναφοράς και μου έδωσε ψυχική ισορροπία. Είναι δύσκολο να ζει κανείς σήμερα από το τραγούδι, τις τέχνες γενικά. Εκτός κι αν είσαι μέσα στο σύστημα με εταιρείες παραγωγής από πίσω, ραδιόφωνα, μάνατζερ, μηχανισμό ολόκληρο δηλαδή. Επίσης, το ένα με βοηθά να ανασαίνω στο άλλο.
Έχετε ασχοληθεί εκτενώς με το ρεμπέτικο. Ωστόσο, στο ρεπερτόριό σας υπάρχουν και δείγματα έντεχνης –έστω λαϊκής έντεχνης– δημιουργίας. Γιατί όχι αποκλειστικά ρεμπέτικο;
Ξεκίνησα με ρεμπέτικα τραγούδια. Βρέθηκα μέσα σε τέτοιες παρέες και ακούγαμε τις αυθεντικές εκτελέσεις. Το ρεμπέτικο το αγαπώ πολύ, σκιρτά η καρδιά μου, μερακλώνω. Το ρεμπέτικο πάλκο, ειδικά όπως το έζησα στην Αθήνα, δίπλα στον Γκολέ, τον Μπίνη, τον Πολυκανδριώτη, ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Για αρκετά χρόνια τραγουδούσα μόνο ρεμπέτικα. Είχα όμως κι άλλες ανησυχίες. Άκουγα, μελετούσα τραγούδια –Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Ξυδάκη, Μάλαμα, Θ. Παπακωνσταντίνου– και επειδή έχω μια φωνή με το ανάλογο εύρος και μια ευρύτερη καλλιέργεια πάνω στο τραγούδι και στην τέχνη –δεν το λέω για επίδειξη, αλλά από αυτογνωσία–, ήρθε φυσιολογικά και η προέκταση του ρεπερτορίου μου. Το ρεμπέτικο εξάλλου πάντα έχει θέση στο ρεπερτόριό μου, καθώς κάποια τραγούδια με συγκλονίζουν. Θεωρώ τον τίτλο «ρεμπέτισσα» τίτλο τιμής. Είμαι μια λαϊκή τραγουδίστρια με αποχρώσεις πολλές ανάμεσα στο λεγόμενο έντεχνο και ρεμπέτικο λαϊκό τραγούδι. Το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι έχουν βαθιές ρίζες στον χρόνο και πολλοί δημιουργοί και νέα παιδιά, όταν συνθέτουν τραγούδια, από εκεί αντλούν. Είναι κάτι πολύ ζωντανό και καθόλου μουσειακό, που συνεχίζει τον ελληνικό πολιτισμό μας. Αυτά παρουσιάζω και στις συναυλίες μου στο εξωτερικό. Τραγούδια από όλο το φάσμα του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Το ρεμπέτικο τραγούδι κρύβει από πίσω μια φιλοσοφία. Αποτυπώνει τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, τις αγωνίες και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και τα λεγόμενα «απαγορευμένα ρεμπέτικα» που λόγω συντηρητισμού λογοκρίθηκαν στην εποχή τους, παραλλάχτηκαν οι στίχοι μετέπειτα και τραγουδιούνται διασκευασμένα έως και σήμερα. Τηρουμένων των αναλογιών, κρίνετε ότι μπορεί να γίνει κάποια σύγκριση με τη σημερινή τραπ μουσική;
Πράγματι, το ρεμπέτικο τραγούδι έχει πίσω του μια φιλοσοφία. Και ναι, υπήρχαν και τα απαγορευμένα ρεμπέτικα με στίχο για ουσίες. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση όμως με την τραπ μουσική, η οποία έχει σεξιστικούς και υποτιμητικούς στίχους για τη γυναίκα. Για ουσίες, για εύκολο χρήμα κλπ. Είναι ο ήχος τελείως διαφορετικός, είναι ήχος club. Επηρεάζει τα νέα παιδιά. Την αισθητική τους, τις συνειδήσεις. Πίσω από την τραπ υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που κερδίζει πολλά χρήματα όσο αυτοί πουλάνε.
Έχετε ερμηνεύσει τον στίχο: «με τα γραμμένα χείλη σου γι’ αγάπη δεν μιλάς» στο πρώτο τραγούδι της δισκογραφίας σας με τίτλο «Το ποτηράκι της καρδιάς». Σήμερα ο κόσμος ερωτεύεται; Παθιάζεται όπως τότε; Ή έχουν γίνει όλα πιο επιφανειακά; Τι ανατροφοδότηση λαμβάνετε από το κοινό σας;
Όσο η ζωή συνεχίζεται, οι άνθρωποι θα ερωτεύονται, θα αγαπούν, θα πονούν. Ζούμε την τεχνολογική επανάσταση, που επηρεάζει τις νεότερες γενιές. Υπάρχουν πολλές επιλογές και εύκολα προσβάσιμες για γνωριμίες. Σε έναν βαθμό υπάρχει εξάρτηση από το κινητό ή το τάμπλετ. Οι άνθρωποι, κυρίως τα νέα παιδιά, ζουν πολλές φορές στην εικονική πραγματικότητα, τα φτιάχνουν, καυγαδίζουν, χωρίζουν μέσω μηνυμάτων. Δεν φλερτάρουν εύκολα οι άνθρωποι, το σκέφτομαι και θλίβομαι. Όμως αυτό δεν έχει σχέση με την πραγματική αγάπη, τον έρωτα που είναι ιδεώδης. Όλα είναι γρήγορα σήμερα, υπάρχει ενθουσιασμός που ξεφουσκώνει λίγο μετά. Επίσης, οι άνθρωποι βαριούνται, είναι σημεία της εποχής. Το τίμημα που πληρώνουμε. Τα συναισθήματα, η ενσυναίσθηση και η ικανότητα της δέσμευσης και εξοικείωσης είναι και θέμα αγωγής, κουλτούρας και εκπαίδευσης από την οικογένεια. Θα κλείσω λέγοντας ότι είμαι αισιόδοξος και θετικός άνθρωπος από τη φύση μου και η ελπίδα και το βλέμμα μου είναι σε ένα αύριο με αφυπνισμένους, συνειδητοποιημένους, ελεύθερους ανθρώπους που αγαπούν και ξέρουν να δείχνουν την αγάπη τους.
«Θεωρώ τον τίτλο “ρεμπέτισσα” τίτλο τιμής»
Κλείνοντας αυτήν τη συνέντευξη θα ήθελα να θέσω δύο ερωτήματα: πρώτον, αν το Ραζέλη είναι το πραγματικό σας επίθετο και, δεύτερον, ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας σχέδια για το καλοκαίρι;
Το πατρικό μου επίθετο είναι Ελαφρή και κατάγομαι από τον Προβατά Σερρών, όπου και μεγάλωσα. Τα καλοκαιρινά σχέδια είναι κάποιες συναυλίες. Φέτος θα παρουσιάσω «Ένας αιώνας ελληνικό τραγούδι 1923-2023» με ρεπερτόριο από το ρεμπέτικο, σμυρναίικο και τραγούδια των μεγάλων, σπουδαίων Ελλήνων συνθετών. Επίσης σε κάποιους δήμους θα κάνω αφιέρωμα στον Μάνο Λοϊζο. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία!
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.62, Απρίλιος 2023)