Τη σερραϊκή μπάντα «Ένα ποτό ακόμα» την είδα πριν από περίπου δύο χρόνια σε ένα live τους σε γνωστό μαγαζί της πόλης μας. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον εγκλεισμό μας λόγω covid μου είχε λείψει η ζωντανή μουσική και το παρεῒστικο κλίμα. Οπότε ήταν αναμενόμενο ότι θα ήταν μια πολύ όμορφη βραδιά. Και όντως ήταν. Οι «Ένα ποτό ακόμα», μέσα από τις νότες του Λαυρέντη και τους στίχους των Πυξ Λαξ, του Πορτοκάλογλου και πολλών άλλων καλλιτεχνών, μας πήγαν ένα μουσικό ταξίδι στον χρόνο θυμίζοντάς μας τα εφηβικά και φοιτητικά μας χρόνια, ανακαλώντας μια εποχή που η μουσική σού χάιδευε την ψυχή. Αυτοί είναι για μένα οι «Ένα ποτό ακόμα» και ελπίζω να τους ακούσετε κι εσείς και να τους αγαπήσετε. Τέτοιες μπάντες πάντα αποτελούν μία όαση. Τη συνέντευξη στο Ser-Free παραχώρησε ένα μέλος, ο Αντώνης Κεμανετζής. Πάμε, λοιπόν, να τους γνωρίσουμε…
Της Μαριάννας Τσιολπίδου
Αντώνη, πότε και πώς δημιουργήθηκαν οι «Ένα ποτό ακόμα»; Ποια είναι τα υπόλοιπα πρόσωπα που «κρύβονται» πίσω από τον τίτλο αυτό και τι σας συνδέει μεταξύ σας;
Οι «Ένα ποτό ακόμα» δημιουργήθηκαν πριν από τέσσερα χρόνια. Το σχήμα αποτελείται από τον Θάνο Δερμιντζάκη (κιθάρα, τραγούδι), τον Μάριο Τσομπανίδη (πιάνο, τραγούδι) και εμένα (κιθάρα, τραγούδι). Γνωριστήκαμε μέσω της μουσικής, κάναμε παρέα και αρχίσαμε να δημιουργούμε μουσική μαζί. Πλέον, πέρα από τη μουσική και τη φιλία, μας συνδέει η ίδια αισθητική και αντίληψη για τον κόσμο.
Γιατί ονομάσατε την μπάντα «Ένα ποτό ακόμα»; Τι σημαίνει για εσάς αυτός ο τίτλος;
Το όνομα προέκυψε στη διάρκεια ενός live στη Θεσσαλονίκη καθώς παραγγέλναμε να πιούμε ένα ακόμα ποτό σε ένα break έτσι ώστε να παρακινήσουμε και τους πελάτες να παραγγείλουν κι αυτοί ένα ποτό ακόμα!
«Γράφουμε τραγούδια για τις εμπειρίες μας, τις προσωπικές μας ανησυχίες, τα όνειρά μας, τις πεποιθήσεις μας»
Ποιο είναι το είδος της μουσικής που παίζετε και ποιο το ύφος των τραγουδιών που γράφετε;
Τα είδη μουσικής που παίζουμε είναι πολλά και γενικά δεν μας αρέσει να «απαγορεύουμε» στους εαυτούς μας να τραγουδάμε κομμάτια που μας αρέσουν. Επιλέγουμε τα τραγούδια ανάλογα με το αν τα γουστάρουμε εμείς, άσχετα από το αν προέρχονται από ελληνικό ή ξένο ρεπερτόριο. Ως τραγουδοποιοί, γράφουμε κυρίως για τις δικές μας εμπειρίες, προσωπικές ανησυχίες, όνειρα, ακόμα και πεποιθήσεις.
Θα ήθελα να μας μιλήσεις για τις συνεργασίες που έχετε κάνει με φορείς και επαγγελματίες της πόλης μας.
Η συνεργασία με κρατικούς φορείς υπήρξε ελάχιστη καθώς οι ευκαιρίες που δίνονται γενικότερα στους Σερραίους μουσικούς είναι λιγοστές. Τη δουλειά μας κυρίως την παρουσιάζουμε μέσω των επαγγελματιών της πόλης και τους χώρους τους που μας φιλοξενούν, οι οποίοι είναι πια μετρημένοι.
Ωστόσο, κάνοντας μία μικρή έρευνα για την μπάντα, εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι έχετε τραγουδήσει και σε μαγαζιά εκτός νομού Σερρών. Τελικά, ποιο κοινό έχει μεγαλύτερη και θερμότερη ανταπόκριση;
Έχοντας παίξει σε αρκετές μουσικές σκηνές διαφόρων άλλων πόλεων, όπως Θεσσαλονίκη, Δράμα, Καβάλα, Αθήνα, θα λέγαμε ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι πιο ενθουσιώδες και συμμετέχει περισσότερο. Φυσικά, κάθε live είναι μια έκπληξη καθώς δεν γνωρίζεις ποτέ πώς θα εξελιχθεί η βραδιά. Μπορεί να γίνεις με τον κόσμο μια μεγάλη παρέα, μπορεί όμως και να νιώσεις πως κανείς δεν σε παρακολουθεί.
«Για να αγκαλιάσει ο κόσμος μια μπάντα πρέπει να νιώσει ότι παρουσιάζεις κάτι αξιόλογο με ειλικρίνεια»
Μπορεί να επιβιώσει εύκολα μια μπάντα σε μια επαρχιακή πόλη; Ο κόσμος την αγκαλιάζει;
Αν με τον όρο «επιβιώσει» εννοούμε ότι τα μέλη της βρίσκονται και απλώς «τζαμάρουν» σε ένα στούντιο ή σε κάποιο σπίτι, τότε ναι, μπορεί! Αν εννοούμε να «επιβιώσει» βιοποριστικά, πλέον σχεδόν καμία μπάντα σε οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη δεν μπορεί να επιβιώσει. Για να αγκαλιάσει ο κόσμος μια μπάντα πρέπει να νιώσει ότι είσαι προσιτός και ότι παρουσιάζεις κάτι αξιόλογο με ειλικρίνεια. Αυτό πάντα εκτιμάται!
Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική και θα ήθελαν κάποτε να κάνουν μια δική τους μπάντα;
Έχοντας ασχοληθεί με τη μουσική για πάνω από είκοσι χρόνια, θα λέγαμε στα νέα παιδιά, είτε είναι σε μπάντα είτε όχι, να αφεθούν στη μουσική και κάποια στιγμή μέσω αυτής να γράψουν τα δικά τους τραγούδια, να φωνάξουν για τις δικές τους ανησυχίες, τις δικές τους ιδέες και να αφήσουν το δικό τους στίγμα.
(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ.66, Ιούλιος 2024)