Της Χρυσάνθης Ιακώβου
Αν μένεις στο κέντρο της πόλης -μικρής, μεγάλης πόλης, δεν έχει σημασία- σημαίνει πως σου αρέσει η βαβούρα, η πολυκοσμία, ο θόρυβος. Διαφορετικά θα πήγαινες να εγκατασταθείς σε ένα χωριό ή στα προάστια, έτσι δεν είναι;
Όταν έρχεται ο Αύγουστος ωστόσο και δεν υπάρχει στην πόλη ψυχή, το απολαμβάνεις. Η παράξενη ησυχία, οι άδειοι δρόμοι, οι μοναχικοί διαβάτες, ένα ξεχασμένο αυτοκίνητο που διακόπτει για λίγο τη σιωπή, υπάρχει μια ποιητικότητα, μια γοητεία στην όψη που έχουν οι πόλεις όταν αδειάζουν στο τέλος του καλοκαιριού.
Είναι μια ωραία ευκαιρία για να περπατήσεις. Για να δεις στην πόλη σου πράγματα που δεν τα είχες προσέξει πριν. Μια ευκαιρία για να συλλογιστείς. Μια δικαιολογία για να κυκλοφορείς ράθυμα δίχως λόγο και δίχως προορισμό. Μέσα στην εκκωφαντική εξωστρέφεια και βαβούρα του καλοκαιριού, βρίσκεις μια παρένθεση ξεκούρασης, ανάπαυλας, ανασυγκρότησης, στοχασμού.
Και μαζί με σένα θέλει και η ίδια η πόλη να ξεκουραστεί. Από τους θορύβους της, από τους ανθρώπους της, από την πίεση της ρουτίνας και της επανάληψης. Από τα χρόνια που κουβαλά πάνω της, από το καθήκον που της έχει ανατεθεί να σηκώνει και να στηρίζει μια ολόκληρη πολιτεία.
Αυτό σημαίνει η ησυχία του Αυγούστου. Και είναι ίσως η μόνη φορά όλο το χρόνο που κάτοικοι και πόλη καταφέρνουμε να έρθουμε τόσο κοντά.
(Αναδημοσίευση από το chrisanthiiakovou.gr)