Η Σερραία ηθοποιός Αστέρω Χαριτίδου έβγαλε την παραπάνω φωτογραφία και η Σερραία συγγραφέας Γεσθημανή Μπερμπέρη συνέχισε την «ιστορία» με ένα διήγημα!
Θέλεις κι εσύ να συνεχίσεις την ιστορία; Αν ναι, στείλε κείμενο ή φώτο ή οτιδήποτε θεωρείς ταιριαστό στο serfreemag@gmail.com!
Ιδού το διήγημα της Γεσθημανής Μπερμπέρη «Να με λες Σταχτοπούτα»:
Κόντευε περίπου 05:00, τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ταβάνι εδώ και ώρες. Μάταια τα εκλιπαρούσε να κλείσουν, έστω για λίγο, θα ήταν αρκετό πίστευε για να ξεγελάσει το μυαλό της, πως τάχα μου κοιμάται. Άδικα πάλευε, οι σκέψεις δεν έλεγαν να κοπάσουν, έτρεχαν με χίλια και κάποιες την προσπερνούσαν γελώντας σαρκαστικά, θαρρείς και είχαν βαλθεί να την κρατήσουν ξάγρυπνη απόψε.
Τα είχαν καταφέρει εδώ που τα λέμε, σε λίγο θα χαράξει και ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι, τόσο αναπάντεχα που τα σκεπάσματα σχεδόν αναφώνησαν τρομαγμένα, από την απρόσμενη απαλλαγή τους από το καθήκον της ζεστασιάς που της προσέφεραν.
Φόρεσε τις παντόφλες, αναρίγησε το είναι της, παγωμένες την περίμεναν όλη νύχτα κάτω από το κρεβάτι, έσυρε βιαστικά το βήμα της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, χωρίς λόγο φανερό γιατί ζούσε μόνη της, αποκομμένη από τους ανθρώπους και τον κόσμο. Αναπάντεχα τα παράτησε όλα, τα βρόντηξε και έφυγε σε ένα βράδυ, έτσι ξαφνικά.
Την απόφασή της την είχε πάρει λίγο καιρό πριν, μετά από εκείνη την παράσταση, την ώρα που έπεφτε η αυλαία και ενώ το κοινό όρθιο χειροκροτούσε. Κάποιοι πιο θερμοί θαυμαστές της ζητωκραύγαζαν, “Μπράβο, μπράβο”. Ακόμα τους ακούει να φωνάζουν το όνομα της, να παρακαλάνε για μια φωτογραφία μαζί της, ένα βλέμμα της, ένα άγγιγμα της.
Έδωσε το είναι της, όλο της τον εαυτό, τόσο πολύ τον ξόδεψε που ένιωσε εντελώς άδεια, κενή και μόνη ξαφνικά. Παράξενο θα έλεγε κανείς, στιγμή δεν την άφηναν μόνη της χρόνια τώρα, φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, θαυμαστές, μακιγιέζ, κομμωτές, συνεντεύξεις, φίλοι… ας πούμε φίλοι.
Έκλεινε η αυλαία όταν κοίταξε χαμηλά στα πόδια της, ένα ζευγάρι χαμηλές γόβες φορούσε, αυτές απαιτούσε ο ρόλος. Της φάνηκαν ξεθωριασμένες, παλιές, λες και είχαν κάνει χιλιόμετρα πολλά σε δρόμους με σκόνες και χαλίκια. Μα αυτές οι γόβες δεν βγήκαν ποτέ έξω από το θέατρο, ούτε ήξεραν τι θα πει ανέμελη βόλτα και εκδρομή, καμαρίνι, σκηνή και πρόβα, καμαρίνι, σκηνή και πρόβα, καμαρίνι, σκηνή και αυλαία.
Διέσχισε το κρύο και σκοτεινό χωλ, μπήκε στο δωμάτιο που κρατούσε χρόνια τώρα όλα τα ρούχα και τα παπούτσια από τις παραστάσεις της και άρχισε να ψάχνει εναγωνίως εκείνες τις γόβες. Πετούσε δεξιά και αριστερά παπούτσια όλων των χρωμάτων και των σχεδίων, μα όσο και να έσκαβαν τα γερασμένα χέρια της, οι φθαρμένες γόβες ήταν άφαντες.
“Θυμήσου, θυμήσου”, μονολόγησε, “που τις είδες τελευταία φορά, σκέψου καλά”. Η μνήμη της ήταν κάπως μπερδεμένη, έκανε έναν κύκλο στη σκέψη της μήπως και ανακατευτούν οι θύμησες. Σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα, παραλίγο να σκοντάψει σε ένα αναποδογυρισμένο σανδάλι, ο μεγάλος καθρέφτης μπροστά της την προκάλεσε. Τον πλησίασε θλιμμένη, το πρόσωπο της σκοτεινό, οι ρυτίδες απλώθηκαν με θράσος στο άλλοτε δροσερό δέρμα της. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το είδωλο της, σαν χάδι το ένιωσε ζεστό στο μάγουλό της, έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε.
Η αυλαία έκλεινε, αυτή κοίταζε τα χωρίς λόγο φθαρμένα γοβάκια της, ο κόσμος κάτω χειροκροτούσε μανιωδώς, η καρδιά της κόντευε να σπάσει, η ανάσα της βιαστική, όλα γύρω της σε κίνηση και αυτή εκεί στο κέντρο της σκηνής να κοιτάζει τα φθαρμένα γοβάκια της. Έφυγε εκείνο το βράδυ και δεν ξαναγύρισε ποτέ ξανά, βασίλεψε το κορμί της, κουράστηκε, στέρεψε και ταυτόχρονα χόρτασε από όλα. “Αρκετά”, είπε στον εαυτό της και αποχώρησε από τη σκηνή.
Το βλέμμα της μέσα από τον καθρέφτη, αντάμωσε με το μεγάλο ξύλινο μπαούλο στη γωνία του δωματίου. Εκεί κρατούσε σαν φυλαχτό τα κειμήλια της οικογένειας της, το άνοιξε, παραμέρισε κάτι άλμπουμ με φωτογραφίες και βρήκε τα γοβάκια της τελευταίας της παράστασης.
Ήταν περισσότερο ταλαιπωρημένα από όσο τα θυμόταν. Χαμογέλασε και τα αγκάλιασε, έφερε στο μυαλό της όλα εκείνα τα ταξίδια που είχε κάνει φορώντας τα, αμέτρητα ταξίδια. Είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη και πολλές πολλές χώρες της Ευρώπης. Γνώρισε ανθρώπους, ερωτεύτηκε, χόρεψε, τόσο πολύ χόρεψε που μετά από εκείνο το ταξίδι στο Παρίσι αναγκάστηκε να επιδιορθώσει τα τακούνια. Ναι, σίγουρα έμοιαζαν φθαρμένα, τώρα όμως ήταν χαρούμενη γι’ αυτό, γιατί τους είχε δώσει λόγο για να φθαρούν.
Κοίταξε τα γοβάκια στα χέρια της, τα δάκρυά της θόλωσαν για λίγο τα μάτια της, ποιον πάει να κοροϊδέψει, ποτέ δεν χόρεψε με αυτά τα γοβάκια, ποτέ δεν ταξίδεψε, ποτέ δεν μέτρησε τα βήματά της σε άγνωστους προορισμούς φορώντας τα. Ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της να τα ζήσει όλα αυτά, που για μια στιγμή το πίστεψε βαθιά, σχεδόν απελπισμένα, ότι τα έζησε. Καμαρίνι, σκηνή και πρόβα, καμαρίνι, σκηνή και πρόβα, καμαρίνι, σκηνή και αυλαία.
Τα καθάρισε, τα έβαψε, τους έβαλε λούστρο. Έλαμψαν τα μάτια της καθώς τα κοίταζε, ένα ζευγάρι καλογυαλισμένα μαύρα χαμηλά γοβάκια, σαν καινούργια, έτοιμα να φορεθούν και να διασχίσουν νέους δρόμους για να γράψουν μνήμες.
Φόρεσε τη ρόμπα της και άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού της, είχε σχεδόν φανεί η πρώτη ηλιαχτίδα, ο κόσμος ήταν ακόμα σε παύση γύρω της απολαμβάνοντας το πρωινό χουζούρι του. Άφησε τα γοβάκια πάνω σε ένα σιδερένιο κουτί, αν κατάλαβε καλά ήταν από αυτά που περιέχουν τα καλώδια των τηλεφωνικών γραμμών, καθόλου τυχαίο σκέφτηκε, κατά βάθος ήταν ένας τρόπος αυτός, να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο.
Μπήκε στο σπίτι και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της κοιτάζοντας με αγωνία από το παράθυρο, δεν άφησε στιγμή τα γοβάκια από τα μάτια της. Σε λίγο μια κοριτσίστικη φιγούρα όλο ζωντάνια και σκέρτσο, διέσχισε το πεζοδρόμιο και πλησίασε απορημένη το σιδερένιο θρόνο που τα φιλοξενούσε. Έριξε το βλέμμα της δεξιά και αριστερά, κοντοστάθηκε και δειλά, δειλά άπλωσε τα χέρια της και τα πήρε. Τα φόρεσε και έκανε πάνω κάτω δύο μικρές διαδρομές δοκιμής, ήταν σίγουρα στα μέτρα της. Άδικα στεναχωριόταν που δεν είχε χρήματα να αγοράσει παπούτσια για τη γιορτή αποφοίτησής της, κάποια καλή νεράιδα της είχε κάνει το καλύτερο δώρο. Σίγουρα αυτά τα μαύρα και καλογυαλισμένα γοβάκια ήταν ιδανικά για χορό.
Έκλεισε την κουρτίνα και απομακρύνθηκε από το παράθυρο χαμογελώντας, ευτυχισμένη και σίγουρη πως τα γοβάκια της βρήκαν τον προορισμό τους. Φορέθηκαν και η αυλαία άνοιξε ξανά στον κόσμο.