ΠΝΟΕΣ ΔΡΟΣΙΑΣ: ο Θοδωρής Θεοχαρίδης γράφει για την αγαπημένη του παραλία

Σα να ’χει θέσει τους όρους της η θάλασσα κι υψώσει τα όριά της, τα πυκνά δέντρα κι η οργιώδης βλάστηση του λόφου παύουν μερικά βήματα πριν την αφεντιά της. Αιχμηρά, γκρίζα βράχια, πετρώδεις εκτάσεις, ως συνέχεια του λόφου, δροσίζονται στα φιλόξενα νερά της. Πότε ανοίγει τα γαλανόλευκα χέρια της να τ’ αγκαλιάσει και πότε θυμώνει και ξεσπά την οργή της πάνω τους.

Ανέκαθεν αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς τη θάλασσα σε παραλίες πίσω από τις οποίες είναι χτισμένες ολόκληρες μεγαλουπόλεις κι αντικρίζει άφθονο μπετόν και τσιμέντο, πυκνά κι ατέλειωτα οικοδομικά τετράγωνα.

Έχω συνδυάσει τη θάλασσα με το πράσινο των δέντρων, το γαλάζιο τ’ ουρανού και το γκρι των βράχων. Οτιδήποτε άλλο υπάρχει τριγύρω μ’ ενοχλεί, με ξενίζει και μου φαίνεται παράταιρο.

Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ευχαριστιούνται το μπάνιο τους όσοι κολυμπούν μπροστά από τ’ ανισόπεδα γυάλινα κτίρια πολυεθνικών, δίπλα σε πολύβουα luna parks, πίσω από κεντρικές σκηνές συναυλιών. Λατρεύω να επισκέπτομαι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα καμωμένα από γυαλί, ν’ ανεβαίνω σε ό,τι κυκλοφορεί σε 3G, 4G, 5G και 6G σε Magic και Allu Fun Park, αγαπώ τις δυνατές συναυλίες, αλλά η θάλασσα είναι το ησυχαστήριό μου. Με καλεί κοντά της μ’ έναν μοναδικά γοητευτικό τρόπο και για εξαιρετικά σπάνιες ψυχικές και πνευματικές εμπειρίες, ώστε όλα αυτά νιώθω πως «λερώνονται» όταν «παρεισφρέει» οτιδήποτε άλλο εκτός από το εκτυφλωτικό κίτρινο του ήλιου και το θαμπό μπεζ της άμμου.

Μία ώρα και είκοσι οχτώ λεπτά από την πόλη των Σερρών, κοντά στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής και τ’ αρχαία Στάγειρα του Αριστοτέλη, δέκα λεπτά από την περιοχή του Σταυρού, θάλασσα και βουνό ενώνονται σ’ ένα πρωτόγνωρα όμορφο σμίξιμο, που όμοιό του δεν έχω δει στις θάλασσες πλησίον της πόλης μας. Δίπλα στην κατασκήνωση ΑμεΑ της περιοχής, το τοπίο σού κόβει τη ανάσα.

Βγαίνοντας από την επαρχιακή οδό Σταυρού – Νέας Χαλκιδικής και κατηφορίζοντας το μονοπάτι που οδηγεί στο beach bar «Babylon», βρίσκεσαι στην αγκαλιά ενός κόλπου που αγκαλιάζει διακριτικά τα γαλανά νερά της παραλίας. Τούτος ο κόλπος δεν είναι μήτε πολύ μεγάλος μήτε πολύ μικρός.

Στα δεξιά, στους πρόποδες του λόφου, χωμένους στις καταπράσινες φυλλωσιές, προστατευμένους από την ατίθαση ακτινοβολία του ήλιου, συναντά κανείς σκηνίτες όλων των ηλικιών, σε σκηνές όλων των χρωμάτων, των σχεδίων και των διαστάσεων. Εξοπλισμένοι με φαγητό, είδη αλιείας, ρουχισμό και τα συναφή, κάποιοι πρόκειται να περάσουν το σαββατοκύριακο εκεί, κάποιοι την επόμενη βδομάδα, άλλοι τον επόμενο μήνα και κάποιοι άλλοι ολάκερο το καλοκαίρι.

Σα να ’χει θέσει τους όρους της η θάλασσα κι υψώσει τα όριά της, τα πυκνά δέντρα κι η οργιώδης βλάστηση του λόφου παύουν μερικά βήματα πριν την αφεντιά της. Αιχμηρά, γκρίζα βράχια, πετρώδεις εκτάσεις, ως συνέχεια του λόφου, δροσίζονται στα φιλόξενα νερά της. Πότε ανοίγει τα γαλανόλευκα χέρια της να τ’ αγκαλιάσει και πότε θυμώνει και ξεσπά την οργή της πάνω τους.

Λίγο μετά τις πέντε, όταν πια ο ήλιος έχει γείρει πίσω από το βουνό, μα έχει αφήσει το φως του ως δώρο για μερικές ακόμη ώρες, μπαίνουμε στη ζώνη των «χρυσών ωρών». Έχετε παρατηρήσει ποτέ τα χρώματα σε ακουαρέλα όταν βραχούν; Αποκτούν μιαν αναγεννησιακή μορφή. Έχει εξαφανιστεί όλη η σκόνη της ημέρας από πάνω τους, μοιάζουν σα ν’ αναπνέουν.

Τότε είναι που πρέπει να κλείσεις κινητά, ν’ αποσυνδεθείς από κάθε είδους επαφή.

Έπειτα, συνδέεσαι αυτόματα στη ζωή.

(Αναδημοσίευση απο το έντυπο Ser-Free, τ.60)

Προηγούμενο άρθροΝέο ΚΔΑΠ ΑΝΕΜΗ!
Επόμενο άρθροThings I Love: Ελευθερία Δουδού

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.