21 χρόνια «Αίγλη» – Συνέντευξη με τον Λάκη Κοτανίδη

Στο άκουσμα της είδησης ότι το θρυλικό Blues Rock Bar «Αίγλη», που φιλοξένησε τις αναμνήσεις μας, ετοιμάζεται να γυρίσει σελίδα και πωλείται παγώσανε οι καρδιές μας. Πολλοί από εμάς έχουμε ζήσει στιγμές-ορόσημα της ζωής μας σ’ αυτό το μαγαζί και σαφέστατα ο Λάκης ο Κοτανίδης, ο δικός μας Λάκης, είναι απόλυτα ταυτισμένος στις συνειδήσεις μας με το όνομα Αίγλη. Μας παραχώρησε αυτήν τη συνέντευξη και μας μίλησε κυριολεκτικά για τα πάντα. Βάλτε στα ηχεία σας ένα blues από το χρονοντούλαπο των 80s και απολαύστε τον…

Συνέντευξη: Μαριάννα Τσιολπίδου / Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Ελευθεριάδου (και από το αρχείο του Λάκη Κοτανίδη)

Λάκη, πώς ξεκίνησε το δικό σου ταξίδι στη μουσική και ποιος σε μύησε στη νυχτερινή ζωή της πόλης;

Έκλεισα 40 χρόνια φέτος! Πρωτομπήκα το ’84 να παίξω μουσική στους Ιχθείς, γιατί εγώ πάντα αγαπούσα τη μουσική. Πάντα μάζευα χρήματα και πήγαινα στον Κουντουρά με τον φίλο μου τον Βασίλη και έπαιρνα βινύλια των UFO, Scorpions, Deep Purple, Rory Gallagher κλπ. Είχα πάντα μια λόξα με τη μουσική! Ήρθε κάποια στιγμή ο Νίκος ο Δελλής και μου λέει: «Θέλεις να ανοίξουμε μαγαζί;» και του λέω: «Θέλω». Το 1989 ανοίξαμε το Ερμιτάζ και το 1995 το Blues Hall στην Εθνικής Αντίστασης για περίπου 7 χρόνια. Απλώς τότε ασχολιόμουν και με άλλα πράγματα, είχα ένα μίνι μάρκετ, ένα μαγαζί με απορρυπαντικά και χαρτικά και είχαμε κάνει και ένα διαφημιστικό γραφείο με έναν φίλο. Ε, τότε ήταν η εποχή που έδωσα το μίνι μάρκετ και άνοιξα την Αίγλη.

Πότε άνοιξε η Αίγλη και πώς προέκυψε το όνομα αυτό;

Η Αίγλη άνοιξε στις 5 Δεκεμβρίου του 2003, δηλαδή πριν 21 χρόνια ακριβώς. Η πρώτη Αίγλη ήταν μια χαρτοπαικτική λέσχη στη Νομαρχία, ένα παμπάλαιο καφενείο. Πήγα και πήρα τον μεγάλο τον καθρέφτη, που υπάρχει ακόμα μέσα στο μαγαζί, κάτι μαρμάρινα μαντεμένια καταπληκτικά τραπέζια, τα οποία τα πατινάρισα μετά, μια ντουλάπα, κάτι καρέκλες και πήρα και το όνομα. Εγώ δεν ήθελα να το πω Αίγλη να σου πω την αλήθεια, αλλά ο φίλος μου ο Αποστόλης μου λέει: «Και πώς θα το πεις; Από την Αίγλη δεν τα πήραμε τα πράγματα; Ε, Αίγλη θα το πεις».

Εξαρχής το μαγαζί είχε ροκ χαρακτήρα. Τι έκανε, όμως, το μπαρ ξεχωριστό και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο;

Ναι, εξαρχής. Αφού τα blues αγαπάμε. Εμένα η ψυχή μου είναι τα blues. Άλλωστε, εγώ δεν το άνοιξα γνωρίζοντας πώς θα πάει. Ανοίγεις ένα μαγαζί και λες να κάνω την τρέλα μου και να ζήσω από αυτό. Αλλά το στήριξε ο κόσμος. Το παν είναι ο χαρακτήρας και η τιμιότητα. Καθαρά ποτά, καλές μερίδες και το ότι δεν αλλάξαμε τον χαρακτήρα του μαγαζιού. Αυτό. Δεν χρειάζονται πολλά. Ο κόσμος δεν είναι χαζός. Επίσης και η καλή μουσική. Τους έπαιζα πάντα μουσικάρες συν το ότι τα live μας είναι επικά. Όλος ο πλανήτης πέρασε από εδώ, Λάκης Παπαδόπουλος, Βαγγέλης Γερμανός, Louisiana Red κλπ.

Γιατί κλείνεις την Αίγλη και πώς νιώθεις για το τέλος εποχής; Έχεις κάνει τον κύκλο σου στα μαγαζιά;

Δεν κλείνω το μαγαζί! Το πουλάω. Είμαι 40 χρόνια στη νύχτα και 34 χρόνια στα μαγαζιά. Κουράστηκα. Η επιχείρηση ή θα γίνει κολεκτίβα, δηλαδή θα βρεθούν κάποιοι φίλοι και θα το δουλέψουμε συλλογικά, ή θα λειτουργεί Τετάρτη με Κυριακή θεματικά μόνο, γιατί εγώ κουράγια δεν έχω άλλο πια. Όσον αφορά το τέλος εποχής, αυτά είναι μεγάλα λόγια. Ξέρω πως θέλω σίγουρα αρκετό χρόνο για να ξεκουραστώ, να ηρεμήσω, να δω λίγο τον εαυτό μου και μετά βλέπουμε. Αποκλείεται να μην κάνω κάτι άλλο. Δεν μπορώ ως άνθρωπος να ησυχάσω αν δεν κάνω κάτι. Ήρθε η ώρα, όμως, αυτό το πράγμα να περάσει σε κάποιον που θα έχει περισσότερη όρεξη να το τρέξει. Εγώ μεγάλωσα. Τέλος εποχής θα είναι όταν κλείσω τα μάτια μου.

Τι θέλεις να θυμάται ο κόσμος από το μαγαζί; 21 χρόνια, σφράγισε γενιές.

Ας θυμάται ο καθένας ό,τι θέλει. Οι αφίσες μέσα είναι, τα live είναι. Άλλους τους παντρέψαμε, άλλους τους χωρίσαμε, άλλους τους τα φτιάξαμε, άλλους τους μεγαλώσαμε. Πολλές γενιές μεγαλώσαμε εδώ πέρα. Εγώ, ας πούμε, θυμάμαι μόνο τα ευχάριστα.

Μέσα σε τρεις λέξεις περιέγραψε μου τη σχέση σου με το μαγαζί.

«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε».

Θέλω να μου πεις μια στιγμή που θα σου μείνει αξέχαστη στην ιστορία του μαγαζιού.

Είναι η μικρή Αίγλη ακόμη, βρέχει, πρέπει να είναι κοντά στο 2004-2005 και έχω φέρει τον Λάκη Παπαδόπουλο που είναι φίλος μου και αδελφός. Δεν ξέρουμε αν θα έχουμε κόσμο, είναι καινούριο το μαγαζί ακόμη και δεν έχω ομπρέλες. Και πάω και κουβαλάω ομπρέλες με τη βάση τους από το Κρόνιο από τον Κώστα. Ήρθε πολύς κόσμος βέβαια και μας στήριξε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν τύπο που δεν μπορεί καν να πιστέψει ότι είναι ο Λάκης ο Παπαδόπουλος σε μία τρύπα 16 τετραγωνικών και τραγουδάει. Κάθεται, λοιπόν, με το ποτό του κάτω από την ομπρέλα και η άκρη της ομπρέλας στάζει μέσα στο ποτό του και μου λέει: «Είναι απίστευτο αυτό που βλέπω» και του λέω: «Εντάξει, αλλά πάρε το ποτό λίγο πιο μέσα γιατί στάζει από την ομπρέλα νερό μέσα στο ποτήρι» και απαντάει: «Φέρε άλλο, δεν με νοιάζει». Ήταν μια σουρεαλιστική στιγμή στο μαγαζί. Και φυσικά δεν γίνεται να μην αναφέρω τη μοναδική φορά που φέραμε βραβευμένο με Grammy καλλιτέχνη, τον Louisiana Red, το 2006, ένας τεράστιος bluesman. Ήρθε αυτή η θρυλική μορφή στις Σέρρες, στην Αίγλη. Η επαφή έγινε από έναν φίλο ‒και πρέπει να ακουστεί αυτό‒ από τον Βαγγέλη τον Γερμανό, που ήταν φίλος από τα χρόνια μου στην Αθήνα, τα πρώτα χρόνια της ραδιοφωνίας, ο οποίος μου άνοιξε πολλές πόρτες, τις οποίες κράτησα κι εγώ ανοιχτές μετά.

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή;

Όταν έχασα τη γυναίκα μου. Όταν έφυγε η Δήμητρα πριν από τριάμισι χρόνια. Εκεί δεν υπήρχε ούτε μαγαζί, ούτε σπίτι, ούτε τίποτα. Εκεί ήταν ένα χάος. Όπως και όλοι οι φίλοι που χάθηκαν κατά καιρούς. Αυτά είναι δύσκολα πράγματα. Οι απώλειες είναι οι πιο δύσκολες στιγμές…

Ποιοι σε στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια στο μαγαζί και ποια η σχέση σου με τον κόσμο;

Υπάρχει ένα τάργκετ γκρουπ φανατικό της Αίγλης. Μιλάμε για 50-60 άτομα που είναι φανατικοί. Αυτοί δεν είναι καλά αν δεν έρθουν στην Αίγλη. Δηλαδή έχει τύχει φίλοι καθηγητές να συνοδεύουν μαθητές στην πενταήμερη εκδρομή της Γ΄ λυκείου και όταν επιστρέφουν να έρχονται στην Αίγλη για ποτό με τις βαλίτσες τους, ενώ βρέχει. Βέβαια, κι εμείς στηρίξαμε όλα αυτά τα χρόνια και με τα καραόκε που κάναμε συγκεντρώσαμε χρήματα για το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας στις φυλακές Νιγρίτας για να εκδώσουν την ποιητική τους συλλογή και μας αναφέρουν και μέσα στο βιβλίο τους. Αυτό είναι τιμή μας. Δώσαμε χρήματα στο γηροκομείο, στο ΚΕΘΙΣ, το ίδιο κάναμε και για συνανθρώπους μας που πάλευαν με τον καρκίνο για να βοηθήσουμε, για παιδιά που είχαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και τα βοηθήσαμε να σπουδάσουν. Έχουμε κάνει πολλές εκδηλώσεις αλληλεγγύης ως μαγαζί. Δεν τα λέμε τόσα χρόνια, δεν είναι για διαφήμιση. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτοί είναι τίτλοι τιμής.

Άρα το μαγαζί σου έδωσε το βήμα να κάνεις πράγματα που αγγίζουν τις κοινωνικές σου ευαισθησίες;

Βέβαια! Και μόνος μου θα έδινα κάποια χρήματα, αλλά τώρα όταν έχεις αυτήν τη δύναμη, γιατί να μη βοηθήσεις; Αφού βλέπεις ότι είμαστε μια χώρα επί ξύλου κρεμάμενη. Τίποτα δεν υπάρχει. Μόνο ο ένας τον άλλον έχουμε. Και από εδώ μέσα πέρασαν παιδιά, σπούδασαν, πήραν τα πτυχία τους, τα μεταπτυχιακά τους και αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 40 παιδιά σε όλη την Ευρώπη σε διαφορετικές πόλεις, επειδή αυτά τα παιδιά πέρασαν από εδώ και δούλεψαν.

Αν έπρεπε να ευχαριστήσεις κάποιο άτομο για τη ζωή σου, για το μαγαζί, ποιο θα ήταν αυτό;

Όλα τα παιδιά που δούλεψαν. Εκτός από μερικούς τιραμόλα που ευτυχώς ήταν ελάχιστοι. Αλλά δε βαριέσαι. Όλα τα παιδιά που δούλεψαν και πόνεσαν το μαγαζί. Γιατί μαζί το στήσαμε. Δεν το έστησα μόνος μου. Τα παιδάκια μου, έτσι τα λέω.

Με ποια κουβέντα θέλεις να κλείσεις αυτήν τη συνέντευξη;

Be there! Αυτό που λέω σε ό,τι ανάρτηση κάνω. Έπαιζα κάποτε σε ένα μαγαζί στην Αθήνα, στην περιοχή της Κυψέλης, στον Πήγασο, και η αφεντικίνα μου το έλεγε συνέχεια στους πελάτες και το «έκλεψα» από εκεί και το λέω 21 χρόνια τώρα.

Ποιο είναι το μότο της ζωής σου;

Όλα θα πάνε καλά!

(Δημοσιεύτηκε στο έντυπο Ser-Free, τ. 68, Δεκέμβριος 2024)

ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Ευχαριστούμε.